Βρέθηκε το λήμμα
κουλάγ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. kolay = η άνεση με την οποία εκτελώ μια εργασία, εύκολα, ευκολία

  1. Πράγμα

    • -Φερι ένα κουλάγ' να ξιστυμπώσου του κιούνγκ'

    • -Μάζιψι τα κουλάγια σ' τσι διέβινι, λείψι απ' του τσιφάλι μ'

    • -Η Άγιους ήντου μεσ' ένα χάλασμα τσ' είχα πάγ' ούλα τα κουλάγια (δηλ όλα τα απαραίτητα πράγματα) τσ' άναβα πότι πότι του καντήλ'
  2. Τρόπος, μέθοδος, ευχέρεια

    • -Πήρι του κουλάγ' = έμαθε τον τρόπο να κάνει κάτι.

    • -Κουλάγ' τουν έκανα του λαγό = βρήκα τον τρόπο να τον σκοτώσω, τον κατάφερα
  3. Αιδοίο, πέος (στον πληθ. κουλάγια = ανδρικά γεννητικά όργανα)

    • -Έβγαλι του κουλάγι τ'ς στου μιγ'ντάν' τσι δε βαριέσι

    • -Πρόσιξι καλά, μη σ' ξιρζώσου τα κουλάγια σ'!

    • -Σφάλι (κλείσε) τα πουρτέλα σ', μπρουβαίρν' του κουλάγι σ'
Σχετικές λέξεις
κολάι (του)