Βρέθηκε το λήμμα
κουλ'ταριά (η)
  • Η στενή επαφή, το ερωτικό κόλλημα δύο ανθρώπων ή ζώων

    • -Τσ'είδαν κουλ'ταριά μέσ' του πουταμό!

    • -Οι σαλιάτς ήντας κουλ'ταριές - κουλ'ταριές.
Σχετικές λέξεις
κουλταριά (η)