Βρέθηκε το λήμμα
κουκτζέλες (οι)

Ετυμολογία: ιταλ. cucuzza (= κορυφή κωνική, πυρήνας καρπού) + έλα (κατάλ.)

  1. Όμορφα κεντητά πετσετάκια που σκέπαζαν τα κουμάρια με νερό

  2. καρπός του αγριόπευκου και της κουκουναριάς