κουλάγ' (του)
      
    
      
        Ετυμολογία:
          τουρκ. kolay = η άνεση με την οποία εκτελώ μια εργασία, εύκολα, ευκολία
      
      
          - 
            
              
            
           
          - 
            
              Πράγμα
            
              
                
                    - 
                      
                      -Φερι ένα κουλάγ' να ξιστυμπώσου του κιούνγκ'
                    
 
                    - 
                      
                      -Μάζιψι τα κουλάγια σ' τσι διέβινι, λείψι απ' του τσιφάλι μ'
                     
                    - 
                      
                      -Η Άγιους ήντου μεσ' ένα χάλασμα τσ' είχα πάγ' ούλα τα κουλάγια (δηλ όλα τα απαραίτητα πράγματα) τσ' άναβα πότι πότι του καντήλ'
                     
                
               
           
          - 
            
              Τρόπος, μέθοδος, ευχέρεια
            
              
                
                    - 
                      
                      -Πήρι του κουλάγ' = έμαθε τον τρόπο να κάνει κάτι.
                    
 
                    - 
                      
                      -Κουλάγ' τουν έκανα του λαγό = βρήκα τον τρόπο να τον σκοτώσω, τον κατάφερα
                     
                
               
           
          - 
            
              Αιδοίο, πέος (στον πληθ. κουλάγια = ανδρικά γεννητικά όργανα)
            
              
                
                    - 
                      
                      -Έβγαλι του κουλάγι τ'ς στου μιγ'ντάν' τσι δε βαριέσι
                    
 
                    - 
                      
                      -Πρόσιξι καλά, μη σ' ξιρζώσου τα κουλάγια σ'!
                     
                    - 
                      
                      -Σφάλι (κλείσε) τα πουρτέλα σ', μπρουβαίρν' του κουλάγι σ'