Ετυμολογία: λατιν. collega = συνάρχοντας, συμμέτοχος < colligo,colligere = συλλέγω, αθροίζω
Αυτός που καλλιεργεί ξένο κτήμα ή βόσκει ξένο κοπάδι και μοιράζεται τα παραγόμενα προϊόντα με τον ιδιοκτήτη, αυτός που δουλεύει με επαχθείς όρους σε ξένη ιδιοκτησία
Σύντροφος, ομοϊδεάτης, σ'νάφ' (βλ. λ.)