Βρέθηκε το λήμμα
κουλίγας (ι)

Ετυμολογία: λατιν. collega = συνάρχοντας, συμμέτοχος < colligo,colligere = συλλέγω, αθροίζω

  1. Αυτός που καλλιεργεί ξένο κτήμα ή βόσκει ξένο κοπάδι και μοιράζεται τα παραγόμενα προϊόντα με τον ιδιοκτήτη, αυτός που δουλεύει με επαχθείς όρους σε ξένη ιδιοκτησία

  2. Σύντροφος, ομοϊδεάτης, σ'νάφ' (βλ. λ.)