αλιχνίζου
  • Λιχνίζω

αλίχνισμα (του)
  • Λίχνισμα (διαχωρισμός του άχυρου από το σιτάρι)

αλκουλίκ' (του)
  • Αλκοολίκι = συνήθεια

άλλα μιλιτούν τα βόδια τσ' άλλα μιλιτά ι ζιβγάς
  • Πάντα επικρατεί η απόφαση του αφεντικού (μτφ. επίσης μεταξύ ανθρώπων και θεού)

άλλα ντουν αλλώ
  • Άλλ' αντ' άλλων = λεει ασυναρτησίες, μιλά ακατάληπτα και εκτός θέματος

άλλαμα (του)
  • Αλλαγή

    • -Μούδρα γίντσι του σανίδ'! Άλλαμα θέλ'.
αλλαξικουλιά (η)

Ετυμολογία: αλλάζω + κώλος

  • Σεξουαλική πράξη ανάμεσα σε δύο αρσενικούς με αμοιβαία συνουσία

αλλιώκ'κα (επίρρ.)
  • Αλλιώτικα

αλλιώκ'κους (ι)
  • Αλλιώτικος

αλλουσούσουμους (ι)

Ετυμολογία: άλλο + σουσούμι

  • Αυτός που έχει αλλάξει όψη, με παραμορφωμένη όψη, ο αγνώριστος

άλμπινε
  • Η χάρη.

    • -Τούκ' η κουπιλούδα έν έχ' απάνου τ'ς άλμπινε = δεν έχει χάρη
αλουν'στής (ι)

Ετυμολογία: αλώνι > αλωνιστής

  1. Αυτός που αλωνίζει

  2. Ο μήνας Ιούλιος (γιατί το μήνα αυτό αλωνίζουν)

αλμπάν'ς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. nalbant, αραβ. nal + περσ. bent

  • Πεταλωτής

αλπντζώνου Βλέπε:
αλπούντζα Βλέπε:
αλσιά (η)
  • Αλισίβα, σταχτόνερο (= νερό βρασμένο μαζί με στάχτη, που χρησίμευε κυρίως για πλύσιμο άσπρων ρούχων). Με αλσιά και παλιόλαδα έκαναν και το «ανιλ'τό σαπούν'» (βλ. λ.)

αλσιουπάν' (του)
  • Πανί για το πλύσιμο των πιάτων με χρήση στάχτης (αλσιάς)

αμ
  • Μα

    • -Αμ στούπα = μα σου το είπα
αμ' τί
  • Αλλ' όμως

    • -Αμ' τί θαρρείς = αλλ' όμως τι νομίζεις!
αμ'νούχ'στου (του)

Ετυμολογία: α στερητ. + μουνουχιστός < μουνουχίζω (= ευνουχίζω)

  • Το ζώο που δεν έχει ευνουχιστεί

αμάδις (οι)

Ετυμολογία: αμάδα > ίσως από το ουσ. σημάδα > στόχος ή από τη λ. ομάδα (γιατί είναι ομαδικό παιχνίδι

  • Παιδικό ομαδικό παιχνίδι (αμάδα = πλατιά στρογγυλή πέτρα)

αμάκα (η)

Ετυμολογία: ιταλ. έκφρ. a macca = σε αφθονία

  • Δωρεάν, τζάμπα

αμακατζής (ι)

Ετυμολογία: παράγ. της λ. αμάκα

  • Με έξοδα άλλου, τζαμπατζής, τρακαδόρος

αμαλαγιά (η)
  • Η παρθένα (ανεκμετάλλευτη) περιοχή (α στερ + μαλάσσω)

    • -Ήβρι αμαλαγιά = βρήκε παρθένο χορτάρι, τροφή κ.τ.λ.
αμάλαγους (ι)
  • Απείραχτος, ακαλλιέργητος, αγνός, απάτητος

    • -Αμάλαγου χουράφ = Χωράφι που δεν το έχει πατήσει πόδι, που δεν έχει βοσκηθεί
αμάλαξ'
  • Ενδείξεις κίνησης

    • -Έχ' αμάλαξ' του σπίκ'. Φαίνιτι πως α σ'νουπίρουν.
αμάλλιαστους (ι)
  • Χωρίς τρίχες. Κυρίως λεγόταν για τα παιδαρέλια των 14-15 ετών που ήθελαν να κάνουν τους μεγάλους

    • -Ε του βλέπ'ς του μουρό; Α τ'αμάλλιαστου του π'λί είνι! (Α = Σαν)
αμανέκ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. emanet = αντικείμενο για φύλαξη, παρακαταθήκη, ενέχυρο ή εγγύηση

  • Δέμα, παραγγελία (αμανάτι)

αμανή (η)
  • Άτεχνη, άκομψη στις κινήσεις της γυναίκα

αμανός (ι) Βλέπε:
Αμερσώ (η)
  • Μυρσίνη

αμέτ-μουχαμέτ

Ετυμολογία: τουρκ. ümmetı Muhammed

  • Πεισματικά, οπωσδήποτε

    • -Τούβαλι αμέτ - μουχαμέτ να γέν'! (να γίνει)
αμέτι
  • Πηγαίνετε

αμήλ'γκας (ι)

Ετυμολογία: αμήλγκας < μτγν. μηνίγγιον < αρχ. μήνιγξ

  • Κρόταφος

άμι
  • Πήγαινε

    • -Άμι τσι πέτ' = πήγαινε να του πεις
άμι τσ'έλα (άκλ.)
  • Πήγαινε και μετά έλα πάλι

    • -Άμι τσ' έλα να σ' πω για κ' αρμιγή
αμιτσ'έλα (ως μία λέξη)
  • Πηγαινέλα

    • -Ούλου του προυί είχι αμιτσ'έλα
αμίλ'του νιρό (του)
  • Μέρος πρωτοχρονιάτικου εθίμου (το νερό που κουβαλούσανε από τη δημόσια βρύση στο σπίτι, χωρίς να επιτρέπεται να μιλήσουν κατά τη διάρκεια της διαδρομής)

Αμίρ'σα (η)
  • Γυναικείο όνομα.

αμιταφέρτα (άκλ.)
  • Επανειλημμένη μετάβαση ή μεταφορά και επάνοδος

    • -Ε γκάτι (κάθεται) σ' ένα τόπου, έχ' αμιταφέρτα = πηγαινοέρχεται.
άμλα (η)
  • Πλατύστομο μπουκάλι

αμλούδα (η)
  • υποκορ.της λ. «άμλα»

αμουλαίρνου

Ετυμολογία: ιταλ. (am)molare < λατιν. molior, moliri = κινώ, παρακινώ, αφήνω, εξαπολύω, χαλαρώνω, ελευθερώνω

  • Αμολάω = αφήνω ελεύθερο κάτι, σκορπώ

    • -Ξίσπασι η γαϊδάρα τσι παραλίγου να τ' αμουλάρ' ούλα χάμ'

    • -Αμόλαρι τα πρόβατα πα στου β'νό
αμουλαρτός (ι)
  • Ελεύθερος, αμολημένος

άμπακας (ι)

Ετυμολογία: ιταλ. abbaco < λατιν. abacus < αρχ. ελλ. άβαξ = πίνακας γραφής, πλήθος, αριθμητική

  • Πολυφαγία αλλά και κάτι υπερπλήρες

    • -Έφαγι τουν άμπακα τ' (δηλ πάρα πολύ)

    • -Ήρθι στουν άμπακα τ' (δηλαδή παραγέμισε π.χ. το δοχείο)
αμπαντέχου
  • Περιμένω

    • -Έ, ντα θα ποίγς ( ποιήσεις=κάνεις ), α -ν- αμπαντέχ'ς να γιννίσουν ούλα τα πρόβατα σ' για να πεις του ναι;
αμπαρέλ' (του)
  • υποκορ.της λ. «αμπάρι»

αμπάς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. aba

  • Χειμερινό εξωτερικό ρούχο από χοντρό μάλλινο ύφασμα που φορούσαν οι γεωργοί κτλ.

αμπιλέλ' (του)
  • υποκορ.της λ. «αμπέλι»

αμπιμπίλουτα (τα)
  • Ρούχα χωρίς δαντέλα