Πάντα επικρατεί η απόφαση του αφεντικού (μτφ. επίσης μεταξύ ανθρώπων και θεού)
Ετυμολογία: αλλάζω + κώλος
shareΣεξουαλική πράξη ανάμεσα σε δύο αρσενικούς με αμοιβαία συνουσία
Ετυμολογία: άλλο + σουσούμι
shareΑυτός που έχει αλλάξει όψη, με παραμορφωμένη όψη, ο αγνώριστος
Ετυμολογία: αλώνι > αλωνιστής
shareΑυτός που αλωνίζει
Ο μήνας Ιούλιος (γιατί το μήνα αυτό αλωνίζουν)
Αλισίβα, σταχτόνερο (= νερό βρασμένο μαζί με στάχτη, που χρησίμευε κυρίως για πλύσιμο άσπρων ρούχων). Με αλσιά και παλιόλαδα έκαναν και το «ανιλ'τό σαπούν'» (βλ. λ.)
Ετυμολογία: α στερητ. + μουνουχιστός < μουνουχίζω (= ευνουχίζω)
shareΤο ζώο που δεν έχει ευνουχιστεί
Ετυμολογία: αμάδα > ίσως από το ουσ. σημάδα > στόχος ή από τη λ. ομάδα (γιατί είναι ομαδικό παιχνίδι
shareΠαιδικό ομαδικό παιχνίδι (αμάδα = πλατιά στρογγυλή πέτρα)
Η παρθένα (ανεκμετάλλευτη) περιοχή (α στερ + μαλάσσω)
Απείραχτος, ακαλλιέργητος, αγνός, απάτητος
Χωρίς τρίχες. Κυρίως λεγόταν για τα παιδαρέλια των 14-15 ετών που ήθελαν να κάνουν τους μεγάλους
Ετυμολογία: τουρκ. emanet = αντικείμενο για φύλαξη, παρακαταθήκη, ενέχυρο ή εγγύηση
shareΔέμα, παραγγελία (αμανάτι)
Ετυμολογία: τουρκ. ümmetı Muhammed
shareΠεισματικά, οπωσδήποτε
Μέρος πρωτοχρονιάτικου εθίμου (το νερό που κουβαλούσανε από τη δημόσια βρύση στο σπίτι, χωρίς να επιτρέπεται να μιλήσουν κατά τη διάρκεια της διαδρομής)
Επανειλημμένη μετάβαση ή μεταφορά και επάνοδος
Ετυμολογία: ιταλ. (am)molare < λατιν. molior, moliri = κινώ, παρακινώ, αφήνω, εξαπολύω, χαλαρώνω, ελευθερώνω
shareΑμολάω = αφήνω ελεύθερο κάτι, σκορπώ
Ετυμολογία: ιταλ. abbaco < λατιν. abacus < αρχ. ελλ. άβαξ = πίνακας γραφής, πλήθος, αριθμητική
shareΠολυφαγία αλλά και κάτι υπερπλήρες
Περιμένω
Ετυμολογία: τουρκ. aba
shareΧειμερινό εξωτερικό ρούχο από χοντρό μάλλινο ύφασμα που φορούσαν οι γεωργοί κτλ.