Βρέθηκε το λήμμα
αμανέκ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. emanet = αντικείμενο για φύλαξη, παρακαταθήκη, ενέχυρο ή εγγύηση

  • Δέμα, παραγγελία (αμανάτι)