Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: αλλάζω + κώλος
Σεξουαλική πράξη ανάμεσα σε δύο αρσενικούς με αμοιβαία συνουσία