Βρέθηκε το λήμμα
αμιταφέρτα (άκλ.)
  • Επανειλημμένη μετάβαση ή μεταφορά και επάνοδος

    • -Ε γκάτι (κάθεται) σ' ένα τόπου, έχ' αμιταφέρτα = πηγαινοέρχεται.