Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: παράγ. της λ. αμάκα
Με έξοδα άλλου, τζαμπατζής, τρακαδόρος