Χοντρό ξύλο που βιδώνεται σε καθένα από τα δύο «πουδοστάματα» α) το «προυργίο», β) το «πρυμνιό», για να σιγουράρει τα «πουδοστάματα» ενός πλεούμενου και γ) σκορπιός
Το γνωστό κριθαράκι (απόστημα με πύον κοντά στις βλεφαρίδες)
Κρίταμο, αρμυρήθρα (είδος χόρτου). Το κάνουν και τουρσί και το χρησιμοποιούν ως μεζέ στο ούζο
Ετυμολογία: τουρκ. aktamak = μεταφέρω
shareΑχταρμάς, μπέρδεμα, ανακάτεμα, το πολύ βαθύ σκάψιμο ώστε το κάτω χώμα ν' ανεβεί επάνω και αντίστροφα
Δένω τα πόδια του ζώου δυο - δυο μαζί (δεξιό ή αριστερό μπροστινό και πισινό) για να βραδύνω την κίνησή του, για ευκολότερο έλεγχό του
Ετυμολογία: ελλιπώς + ανεβαίνω + τος (κατάλ.) > αλ'πανάβατους (με αρκτικό α, όπως ελαφρός > αλαφρός)
shareΨωμί που δεν έχει φουσκώσει (ανέβει) αν έχει όλα τα υλικά επειδή οι κλιματολογικές συνθήκες δεν επέτρεψαν να γίνει η ζύμωση
μτφ. λέγεται και για ανθρώπους που είναι ακατάδεκτοι ή διαφωνούν μονίμως.
Ετυμολογία: τουρκ. alakbulak
shareΆνω - κάτω ή όπω
Ετυμολογία: τουρκ. alababa günü
shareΟλόφωτο, στολισμένο με σημαίες
Η κόλλα που βγάζουν τα δένδρα (κυρίως οι αμυγδαλιές). Την έγλειφαν σαν παστίλιες αντί για μαλακτικό του λαιμού
Συχνάζω κάπου όπου περνάω πολύ καλά. Ίσως συνώνυμο του «αλεγρία» = εύθυμη διάθεση, κέφι
Ετυμολογία: μσν. αλεστικόν < αλέθω
shareΤα αλεστικά, η αμοιβή του ιδιοκτήτη αλευρομύλου
Ετυμολογία: αλήμων (= περιπλανώμενος, δυστυχής)
shareΟ κακομοίρης, ο καχεκτικός, ο αδύνατος
Κρεμώδες γλυκό, φτιαγμένο από αλεύρι και ζουμί από βρασμένα σύκα, με λίγο βασιλικό ή τρισαγί ως μυρωδικό και πασπαλισμένο με ψιλοκομμένα αμύγδαλα ή καρύδια
Ανύπαρκτο αντικείμενο που έστελναν οι μητέρες τα παιδιά τους να ζητήσουν από κάποιον, ώστε να τα απασχολήσει και να μπορέσουν εκείνες να κάνουν τις δουλειές τους απερίσπαστες.
Ετυμολογία: τουρκ. alikomak = αναχαιτίζω, εμποδίζω, κρατώ
shareΕμποδίζω π.χ. κοπάδι από πρόβατα να φύγει από το δρόμο που εγώ το οδηγώ αλλά και περί ανθρώπων και ομάδων από παιδιά προκειμένου να μπουν σε συγκεκριμένο χώρο
Αυτός που κρατείται ή εμποδίζεται από κάποιον να κάνει κάτι ή να πάει κάπου
Αλεπού, μτφ. ο πονηρός σαν αλεπού
Είδος κολλώδους χώματος (όπως η σημερινή πλαστελίνη). Πήρε το σχετικό όνομα από το ότι βρισκόταν σε παραθαλάσσιες περιοχές (αλς+πεδίον)