Βρέθηκε το λήμμα
αμέτ-μουχαμέτ

Ετυμολογία: τουρκ. ümmetı Muhammed

  • Πεισματικά, οπωσδήποτε

    • -Τούβαλι αμέτ - μουχαμέτ να γέν'! (να γίνει)