Βρέθηκε το λήμμα
αμάλαγους (ι)
  • Απείραχτος, ακαλλιέργητος, αγνός, απάτητος

    • -Αμάλαγου χουράφ = Χωράφι που δεν το έχει πατήσει πόδι, που δεν έχει βοσκηθεί