Βρέθηκε το λήμμα
αλουν'στής (ι)

Ετυμολογία: αλώνι > αλωνιστής

  1. Αυτός που αλωνίζει

  2. Ο μήνας Ιούλιος (γιατί το μήνα αυτό αλωνίζουν)