Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Αλισίβα, σταχτόνερο (= νερό βρασμένο μαζί με στάχτη, που χρησίμευε κυρίως για πλύσιμο άσπρων ρούχων). Με αλσιά και παλιόλαδα έκαναν και το «ανιλ'τό σαπούν'» (βλ. λ.)