αμπλαστή (η)
  • Υπόστεγο στην αυλή ή στο χωράφι για πρόχειρο μαγειρείο, πλυσταριό ή στάβλο

αμπολάδα (η)

Ετυμολογία: αρχ. εμβολή (= είσοδος, διάβαση)

  • Αμπολή=άνοιγμα του κεντρικού αυλακιού που παροχετεύει το νερό σε μικρότερα αυλάκια

αμπουγιάντ'στους (ι)

Ετυμολογία: α στερητ. + μπογιά

  • Ο άβαφος

αμπούργκ'στους (ι)
  • μτφ. ισχυρογνώμων, ξεροκέφαλος. Άκαμπτος, δεν παίρνει από λόγια

    • -Αμπούργκ'στου τσιφάλ' = αγύριστο κεφάλι
αμπρούμ'τους (ι)
  • Μπρούμυτα, ξαπλωμένος πρηνηδόν

αμπρούμτα τσ' ανάστσιλα
  • Δεν μπορείς να βγάλεις άκρη

    • -Ούλα τστόντι (κείτονται) αμπρούμτα τσ' ανάστσιλα
αμυγδαλιούδα (η)
  • Μικρή αμυγδαλιά

αμύρστου (του)
  • Που δεν το έχει μυρίσει κανείς

    • -Αμύρστου λουλούδ'
αν'κουτσύριφτους (ι)
  • Ανοικοκύρευτος

άν'φτους (ι)
  • Ο άπλυτος

αναγκαίου (του)

Ετυμολογία: η σημασία της λ. μεσαιωνική, αρχική σημασία της λ. η στενοχώρια

  • Αποχωρητήριο, τουαλέτα

αναγλείφουμι
  • Γλείφω τα χείλη μου (από κάτι που έφαγα και μου άρεσε)

αναγλυτσιάζου Βλέπε:
αναγουρεύγου

Ετυμολογία: ανά + αγορεύω (= αναζητώ στην αγορά)

  • Αναζητώ, ρίχνω μια ματιά να δω αν όλα είναι εντάξει

ανάκαρα (τα) Βλέπε:
ανακατουσιάρ'κου (του)
  • υποκορ. της λ. «ανακατουσιάρ'ς»

ανακατουσιάρ'ς (ι)
  • Αυτός που μεταφέρει κατηγορίες μεταξύ ατόμων

ανακατώνου
  • Προδίδω, βάζω λόγια, διασαλεύω τις ανθρώπινες σχέσεις

ανάλαδους (ι)
  • Χωρίς λάδι

    • -Ανάλαδου φαΐ
αναμ'κιόρ'ς (ι) Βλέπε:
ανάμ'σ'
  • Ένας και μισός ή μία και μισή ή ένα και μισό

    • -Ανάμ'σ' ουκά
αναμ'σίκ'κου (του)
  1. Παιδί καχεκτικό (που δεν είχε συμπληρώσει τους μήνες της κύησης)

  2. Δοχείο που χωράει ενάμισι κιλό ή μιάμιση οκά, καθώς και κάθε αντικείμενο που έχει αυτό το βάρος.

αναμυρμηδίζου
  • Έχω το αίσθημα του κνησμού σαν να περπατούν στο δέρμα μου μυρμήγκια.

άναντρ' (η)
  • Γυναίκα χωρίς άνδρα ή που λείπει ο άνδρας της

αναπαραδιά (η)
  • Η έλλειψη χρημάτων

ανάπλαγα (επίρρ.)
  • Μακριά (προς την πλαγιά)

    • Φρ: Πήρι τ' ανάπλαγα τ' = Έφυγε χωρίς να ξέρει που να πάει και που να σταθεί. Όπου φύγει φύγει!(από φόβο ή από ντροπή)
ανάρια τσι που
  • Σπανίως.

    • -Τουν βλέπ'ς κάθι μέρα;

    • -Μντά, ανάρια τσι που ανταμώνουμι!
αναριώνου
  • Αραιώνω

ανάρμεγα
  • Τα πρόβατα που δεν τα άρμεξαν για κάποιο λόγο

    • -Ι πουταμός έκοψι του δρόμου τσι τα πρόβανα μείνασ' ανάρμεγα!
ανασιέρνου

Ετυμολογία: άνω + σύρω

  • Βγάζω νερό με τον κουβά από το πηγάδι, σύρω κάτι προς τα πάνω

ανασόν' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. anason < αρχ. ελλ. άννησον

  • Γλυκάνισο

αναστολεύου
  1. Περιποιούμαι, τρέφω

  2. Αναπληρώνω ζώο που έχει αποκοπεί από τη μάνα του

ανάστσιλα (επίρρ.)

Ετυμολογία: άνω + σκέλος

  • Η ύπτια στάση

ανασώνου
  • Τελειώνω ή συμπληρώνω το λόγο κάποιου

ανάτζ' (η)
  • Ανάγκη

    • -Έλα μπε ούλου πουκλαίγισι, να πουκλιαστί κανένας άλλους, συ ντα ανάτζ' έχ'ς;
αναφουρμίζου
  • Ξαναερεθίζεται μια πληγή μου

ανέμξ (η)
  • Κόσμος, κίνηση σε σπίτι. Επίσης καλό σόι

    • -Σι καλή ανέμξ ήμπι = Πήρε άντρα ή γυναίκα από καλό σόι

    • -Μιγάλ ανέμξ είχαμι ψέ! Αρ'βουνιάσαμι κ' Λινιώ μας!
ανέννοιαστους (ι)

Ετυμολογία: α στερητ. + έννοια

  • Χωρίς έγνοιες, χωρίς σκοτούρες

    • -Ήντου ανέννοιαστους, γιλαστός, γιμάτος καλουσύν'!
ανέρουτους (ι)
  • Ανέρωτος (που δεν έχει αραιωθεί με προσθήκη νερού)

ανεφανούμεν' (η)
  • Ωραία γυναίκα, εμφανίσιμη

ανήλια (επίρρ.)
  • Πριν από την ανατολή του ήλιου

ανηλιούδα (η)
  • Αυτή που κινείται την αυγή. Αυγερινή

ανιβατός (ι)
  • Λαχάνιασμα, δύσπνοια.

    • -Ψε μ' έπιασι ένας ανιβατός, ήλιγα θα βγεί η ψ'χή μ'.
ανιβατούρ (του)
  • Εκείνος που μπορεί να σκαρφαλώσει παντού (ταβανόγατα)

ανιβρουταριά

Ετυμολογία: ανιβρώ = ξεχύνομαι προς τα πάνω, πηγάζω, αναβλύζω (μτγν. αναβρύω < ανά + βρύω (=αναβλύζω)

  • Σημεία αγρού, βοσκοτόπου κ.τ.λ. που βγάζουν υγρασία-νερό

ανιγιλώ
  • Κοροϊδεύω, περιγελώ

ανιγκουλιέμι
  • Προσκολλώμαι, γίνομαι κολλιτσίδα, πηγαίνω κάπου πολύ συχνά, έστω και αν δεν είμαι ευχάριστος και δεν με θέλουν.

    • -Ανιγκουλίστσι τσ' έρχιτι κάθι μέρα.
ανιγκριώνου
  • Εμπνέω σε κάποιον πόθο για ένα πρόσωπο ή πράγμα. Ξεσηκώνω κάποιον να κάνει κάτι, τσιγκλίζω

ανιγουρεύγου
  • Αναζητώ, νοιάζομαι, ρωτώ να μάθω για κάποιον, ελέγχω

    • -Είχι ένα σ'τσόνα κι κάκ' αμυγδαλιές τσι κάθα λίγου ήρχουντου τσι τ' ανιγόριβγι = τα επισκεπτόταν, τα ήλεγχε, τα νοιαζότανε
ανικατουσούρας (ι)
  • Αυτός που ανακατεύει τα πράγματα, αυτός που δημιουργεί αναστάτωση