Ετυμολογία: αρχ. εμβολή (= είσοδος, διάβαση)
shareΑμπολή=άνοιγμα του κεντρικού αυλακιού που παροχετεύει το νερό σε μικρότερα αυλάκια
μτφ. ισχυρογνώμων, ξεροκέφαλος. Άκαμπτος, δεν παίρνει από λόγια
Δεν μπορείς να βγάλεις άκρη
Ετυμολογία: η σημασία της λ. μεσαιωνική, αρχική σημασία της λ. η στενοχώρια
shareΑποχωρητήριο, τουαλέτα
Ετυμολογία: ανά + αγορεύω (= αναζητώ στην αγορά)
shareΑναζητώ, ρίχνω μια ματιά να δω αν όλα είναι εντάξει
Παιδί καχεκτικό (που δεν είχε συμπληρώσει τους μήνες της κύησης)
Δοχείο που χωράει ενάμισι κιλό ή μιάμιση οκά, καθώς και κάθε αντικείμενο που έχει αυτό το βάρος.
Μακριά (προς την πλαγιά)
Τα πρόβατα που δεν τα άρμεξαν για κάποιο λόγο
Ετυμολογία: άνω + σύρω
shareΒγάζω νερό με τον κουβά από το πηγάδι, σύρω κάτι προς τα πάνω
Ανάγκη
Κόσμος, κίνηση σε σπίτι. Επίσης καλό σόι
Ετυμολογία: α στερητ. + έννοια
shareΧωρίς έγνοιες, χωρίς σκοτούρες
Ετυμολογία: ανιβρώ = ξεχύνομαι προς τα πάνω, πηγάζω, αναβλύζω (μτγν. αναβρύω < ανά + βρύω (=αναβλύζω)
shareΣημεία αγρού, βοσκοτόπου κ.τ.λ. που βγάζουν υγρασία-νερό
Προσκολλώμαι, γίνομαι κολλιτσίδα, πηγαίνω κάπου πολύ συχνά, έστω και αν δεν είμαι ευχάριστος και δεν με θέλουν.
Εμπνέω σε κάποιον πόθο για ένα πρόσωπο ή πράγμα. Ξεσηκώνω κάποιον να κάνει κάτι, τσιγκλίζω
Αναζητώ, νοιάζομαι, ρωτώ να μάθω για κάποιον, ελέγχω