Βρέθηκε το λήμμα
αμ'νούχ'στου (του)

Ετυμολογία: α στερητ. + μουνουχιστός < μουνουχίζω (= ευνουχίζω)

  • Το ζώο που δεν έχει ευνουχιστεί