Βρέθηκε το λήμμα
αμουλαίρνου

Ετυμολογία: ιταλ. (am)molare < λατιν. molior, moliri = κινώ, παρακινώ, αφήνω, εξαπολύω, χαλαρώνω, ελευθερώνω

  • Αμολάω = αφήνω ελεύθερο κάτι, σκορπώ

    • -Ξίσπασι η γαϊδάρα τσι παραλίγου να τ' αμουλάρ' ούλα χάμ'

    • -Αμόλαρι τα πρόβατα πα στου β'νό