Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: ιταλ. (am)molare < λατιν. molior, moliri = κινώ, παρακινώ, αφήνω, εξαπολύω, χαλαρώνω, ελευθερώνω
Αμολάω = αφήνω ελεύθερο κάτι, σκορπώ