Βρέθηκε το λήμμα
αμπάς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. aba

  • Χειμερινό εξωτερικό ρούχο από χοντρό μάλλινο ύφασμα που φορούσαν οι γεωργοί κτλ.