α μπε τσι σύ
  • Άντε καλέ (π.χ. για κάτι που δεν γίνεται πιστευτό)

α
  • σαν (επίρρ .), θα (μόρ .)

    • -Ήντου χρώμα καφέ α τσικουλάτα

    • - Α σ' κάνου του χατήρ'!
άβ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. avcılık

  • Το κυνήγι

αβάδ (του)

Ετυμολογία: ίσως από το αρχ. αυαίνω (=ξηραίνω, μαραίνω)

  • Το κατακαμένο

αβάν'ς (ι)

Ετυμολογία: αραβ.

  • Συκοφάντης, κακός

αβανιά (η)

Ετυμολογία: ιταλ. avania = ζημιά ή από το επίθ. αβάν'ς (βλ. λ.)

  • Συκοφαντία, μομφή, κατηγορία, ζημιά, βλάβη.

    • -Πα τσι θέλ'ς να σ'κουλλήσ' καμιά αβανιά γι' αχταγάδις τ' χουριού;
αβανιάζου

Ετυμολογία: από το ουσ. αβανιά

  • Διαβάλλω, συκοφαντώ

αβαρισιά (η)

Ετυμολογία: α στερητ. + βαρισιά

  • Με διάθεση να κάνει κάτι χωρίς να βαριέται, φιλοπονία, εργατικότητα

αβάριτους (ι)

Ετυμολογία: α στερητ. + βαριτός

  • Αυτός που δεν βαριέται να κάνει κάτι, εργατικός, άοκνος, πρόθυμος

αβάφκ'στους (ι)
  • Αυτός που δεν έχει βαφτιστεί ακόμα

    • - Του μουρό είνι αβάφκ'στου
άβαφτους (ι)
  • Ο μη βαφείς, αχρωμάτιστος

αβγότσιφλου (του)
  • Το τσόφλι του αβγού

αβησσυνία
  • Παλιό παιχνίδι της τράπουλας

αβλαγκιάζου
  • Σημαδεύω, σκοπεύω, κοιτάζω, παρακολουθώ, παρατηρώ.

    • - Ταχτέρ - ταχτέρ ήβγηνα κάτου απ' κη τζ'αρντάκα τσ' αβλάγκιαζα καρσί, λόγιαζα ένα ντουμάν'! Εν' ήξηρα ντα ήντου!
αβλάγκιασμα (του)
  • Το σημάδι, η σκόπευση

αβράντινι (άκλ)

Ετυμολογία: τουρκ. avradını = τη γυναίκα σου….

  • Θυμός

    • -Ήρθι μι τ' αβράντινί τ' = θυμωμένος, τσατισμένος
αβράντινι-σιχτίμινι (άκλ.)

Ετυμολογία: τουρκ. Avradını sıktıyımın = που σου γ… τη γυναίκα!

  • Έκφραση θυμού

αβτζής (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. avcı

  • Ο κυνηγός

    • -Όποιους πέρνα, αβτζής, τζ'ουμπάν'ς, μπαχτσ'αβάν'ς έπριπι να σταθεί να πιεί νιρέλ'
αγάντα
  • Βάστα, κουράγιο

αγανταίρνου

Ετυμολογία: ιταλ. agguantare = συλλαμβάνω

  • Βαστώ, κρατώ δυνατά, αντέχω

αγέρα παρασί
  • (δίνω) λεφτά δήθεν για «αέρα», για κάτι που τελικά δεν έχει καμία αξία

αγγουρότσιφλου (του)
  • Η φλούδα του αγγουριού που πετιέται

    • -Μας φάγας αγγούρ' τσ' αγγουρότσιφλου = μας έγδυσαν, μας ξετίναξαν οικονομικά.
αγγουρουφάς (ι)
  • Σκουλήκι που καταστρέφει τις ρίζες των μικρών φυτών

Επίσης:
αγιαζλίδ'κου (του)

Ετυμολογία: τουρκ. ayazlı

  • Δροσερό

αγιάν'ς (ι)
  • Ο εισπράκτορας

αγιάρ (του)

Ετυμολογία: τουρκ. ayar = προσαρμογή

  • Επικλινές ανάχωμα, πλαγιά χωραφιού, μέρος με κλίση

Αγιαρεινιότις (οι)
  • Οι κάτοικοι της ενορίας της Αγίας Ειρήνης Ερεσού

αγιόπιδου (του)
  • Παλιόπαιδο του δρόμου, αλητόπαιδο, κακομαθημένο παιδί

Επίσης:
αγιουβασ'λόπ'τα (η)
  • Η πρωτοχρονιάτικη πίτα

Αγιουκουσταγκνιότις (οι)
  • Οι κάτοικοι της ενορίας του Αγίου Κωνσταντίνου Ερεσού

αγιουπαίδ' (του) Βλέπε:
Άγιους Σπυρής
  • Άγιος Σπυρίδων (ο προστάτης άγιος των τσομπάνηδων του χωριού)

αγιουτκός (ι)
  • Αυτός που έχει σχέση με τη θρησκεία, με αγίους

αγκάθ' (του)
  • Το αγκάθι. Φρ.:

    • -Πα στ' αγκάθ' κατουρεί = λέγεται για γυναίκα ψηλομύτα
αγκαθιρός (ι)
  • Ακανθώδης, με αγκάθια

    • -Ακόμα τσι τ' αγκαθιρά πριβόλια ήντου γιμάτα κόσμου
αγκαθουμανίτις (οι)
  • Είδος μανιταριών που φυτρώνουν κοντά σε αγκάθια

    • -Στου Ντρούλου τσι στου Λιμπόρ πηγαίναμι για π'λέλια, για βουλίτις τσι για αγκαθουμανίτις
αγκαρώνου
  • Τεντώνω τα αυτιά και παίρνω θέση αμυντική (κίνηση που κάνει ο γάιδαρος, ως αντίδραση σε ξαφνικό θόρυβο)

    • -Αγκάρουσι τ' αυκιά τ' ι γάιδαρους!
αγκαστρουμέν' (η)
  • Η έγκυος

αγκαστρώνου
  • Καθιστώ (γυναίκα ή θηλυκό) έγκυο

αγκί (του)

Ετυμολογία: μσν. ακίδα < αρχ. ακίς

  • Κυλινδρικό ξύλο του αργαλειού με 4 τρύπες όπου τυλιγόταν το στημόνι

αγκίγαμους (ι)
  • Το γλέντι που προσφέρεται από τους νεόνυμφους στους στενότερους συγγενείς, μεθεόρτια γάμου.

αγκίδιρου (του)
  • Αντίδωρο (κομμάτι αγιασμένου άρτου που προσφέρεται στους εκκλησιαζόμενους αντί των θείων δώρων, της αγίας κοινωνίας)

αγκίμαχους (ι)
  • Το αντίδοτο, το φάρμακο σε κάτι

    • -Ι αγκίμαχους τσ' νύστας είνι ι καφές!
αγκλαβή ή αγλαβή (η)
  • Είδος προικοσυμφώνου του 19ου αιώνα

αγκού (επιφών.)
  1. Λέξη της παιδικής γλώσσας, από τα πρώτα ψελλίσματα του βρέφους

  2. Θωπευτικό προς τα νήπια

άγκουρα (η)
  • Η άγκυρα

αγκρίζου

Ετυμολογία: αρχ. αγρίζομαι = ερεθίζομαι

  • Βρίσκομαι σε σεξουαλική διέγερση, καυλώνω

άγκρισμα (του)
  • Σεξουαλική έξαψη, καύλα.

αγκρισμένους (ι)
  • Ξαναμμένος, σε σεξουαλική έξαψη, καυλωμένος.

αγκύλ' (του)
  • Κεντρί, αγκίδα