Ετυμολογία: ιταλ. avania = ζημιά ή από το επίθ. αβάν'ς (βλ. λ.)
shareΣυκοφαντία, μομφή, κατηγορία, ζημιά, βλάβη.
Ετυμολογία: α στερητ. + βαρισιά
shareΜε διάθεση να κάνει κάτι χωρίς να βαριέται, φιλοπονία, εργατικότητα
Ετυμολογία: α στερητ. + βαριτός
shareΑυτός που δεν βαριέται να κάνει κάτι, εργατικός, άοκνος, πρόθυμος
Σημαδεύω, σκοπεύω, κοιτάζω, παρακολουθώ, παρατηρώ.
Ετυμολογία: τουρκ. avradını = τη γυναίκα σου….
shareΘυμός
Ετυμολογία: τουρκ. Avradını sıktıyımın = που σου γ… τη γυναίκα!
shareΈκφραση θυμού
Ετυμολογία: τουρκ. avcı
shareΟ κυνηγός
Η φλούδα του αγγουριού που πετιέται
Ετυμολογία: τουρκ. ayar = προσαρμογή
shareΕπικλινές ανάχωμα, πλαγιά χωραφιού, μέρος με κλίση
Είδος μανιταριών που φυτρώνουν κοντά σε αγκάθια
Τεντώνω τα αυτιά και παίρνω θέση αμυντική (κίνηση που κάνει ο γάιδαρος, ως αντίδραση σε ξαφνικό θόρυβο)
Ετυμολογία: μσν. ακίδα < αρχ. ακίς
shareΚυλινδρικό ξύλο του αργαλειού με 4 τρύπες όπου τυλιγόταν το στημόνι
Το γλέντι που προσφέρεται από τους νεόνυμφους στους στενότερους συγγενείς, μεθεόρτια γάμου.
Αντίδωρο (κομμάτι αγιασμένου άρτου που προσφέρεται στους εκκλησιαζόμενους αντί των θείων δώρων, της αγίας κοινωνίας)
Λέξη της παιδικής γλώσσας, από τα πρώτα ψελλίσματα του βρέφους
Θωπευτικό προς τα νήπια