Ετυμολογία: αρχ. αχλύς
shareΣτάχτη
Κατάρα, να ριμάξουν όλα
Αραιοφαμένο πανί που τοποθετούσαν πάνω από την μπουγάδα ως εξής: Έβαζαν τα βρεγμένα ρούχα μέσα σε ένα μπουλ'τάρ (βλ. λ.) και πάνω - πάνω έβαζαν το πανί και μετά στάχτη. Από πάνω έριχναν ζεστό νερό. Η στάχτη διαπερνούσε τα ρούχα και τα καθάριζε. Μετά τα χτυπούσαν με ένα κόπανο και λίγο σαπούνι και γίνονταν πεντακάθαρα και κατάλευκα.
Σταχτόχρωμος, που έχει το χρώμα της στάχτης
Αυτός που έχει αδύνατη κράση και δεν μπορεί να απομακρυνθεί από τη ζεστή γωνιά του σπιτιού (τζάκι κ.τ.λ.)
Ετυμολογία: τουρκ. ahmak = χαζός, ηλίθιος, βλάκας
shareΚουτός αλλά και τεμπέλης
Ίχνος ποδιού, σχέδιο κατασκευής
Αυτοί που λένε ιστορίες στο χωριό
Κουβέντα, φλυαρία, ιστορία
Ετυμολογία: τουρκ. aktarma = μεταφέρω κάτι
shareΑνάμειξη διαφορετικών αντικειμένων, μπερδεμένη κατάσταση
Μεταφέρω, κουβαλώ, μτφ. μπερδεύω, ανακατεύω, σκάβω βαθιά ώστε το κάτω χώμα ν' ανεβεί επάνω και αντίστροφα, φτιάχνω τα κεραμίδια μιας στέγης.
Ετυμολογία: μσν. αψύς < αρχ. άπτομαι) (= δριμύς)
shareΔυνατά, υψηλόφωνα
Φυτό με πικρή γεύση και ως αφέψημα χρησιμοποιήθηκε πολύ όταν υπήρχε ο ελώδης πυρετός.