χάρτζ' (η)

Ετυμολογία: τουρκ. harç

  • Λάσπη για χτίσιμο

χαρτούσα (η)
  • Φυσίγγι κυνηγετικού όπλου

    • -Ξέρ'ς πόσις χαρτούσις έρξα σήμιρα;
χαρτουσιά
  • Η επιτυχία

    • Φρ: ε βγάζ' χαρτουσιά μπρουστά στουν άλλου = είναι κατώτερος από κάποιον άλλο
χαρχαλεύγου
  • Σκαλίζω, σιγοθορυβώ, ψαχουλεύω

    • -Σταμάτα να χαρχαλεύγ'ς τσ' άσιμι να τσμηθώ (να κοιμηθώ)
χάσ'κου (του)

Ετυμολογία: τουρκ. has = αγνός

  • Είδος ψωμιού από άσπρο αλεύρι

    • -Γω παίρνου ψουμί χάσ'κου απ' του φούρνου…..
χασάπ'κου (του)
  • Κρεοπωλείο

χασαπιό (του)
  • Κρεοπωλείο

χάσια βερίσια (τα)
  • Μη αξιόλογα πράματα

χασιδένιους (ι)
  • Ό,τι είναι φτιαγμένο από χασέ (βαμβακερό ύφασμα)

χασίλ' (του)
  1. Φυτεία κριθαριού, προτού βγάλει στάχυα. Προορίζεται για βόσκηση, ως κατ' εξοχήν δυνατή και καθαρή τροφή αιγοπροβάτων

  2. Τρυφερό χόρτο γενικά

  3. μτφ. νεαρό όμορφο κορίτσι.

χασουμέρ' (του)
  • Αργοπορία

χατάς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. = λάθος

  • Ατύχημα, ζημιά, κακό

    • -Πρόσιξι μη πάθουμι κανέ χατά!
χατζηλίκ' (του)
  • Η ιδιότητα του χατζή, το να είναι κάποιος χατζής

χατίλ' (του)

Ετυμολογία: λατιν.

  • Μακρόστενο ξύλο, ακανόνιστων διαστάσεων, που τοποθετείται μέσα στον τοίχο για να στηρίζει τα ξύλινα κουφώματα (παράθυρα κ.τ.λ.)

χάχλα (η)
  • Πλασμένο κομμάτι από τραχανό σε σχήμα στρογγυλής σκάφης ή φούχτας

Επίσης:
χαχόλ'ς (ι)

Ετυμολογία: ρως. hohol = τσουλούφι, (μτφ.) άνθρωπος ψηλός και λεπτός με άτσαλους τρόπους

  • Φασαριόζος

χαψί (του)
  • Η μικρή σαρδέλα

χειμουν'κό (του)
  • Το καρπούζι γενικά και ιδιαίτερα το όψιμο που κρατούσε μέχρι τις αρχές του χειμώνα

χειμουντσιά (η)
  • Καρπουζιά

χειρ'κό (του)
  • Αυτός που είναι ή δεν είναι γουρλής. (πρβλ. πουδαρ'κό)

    • -Έχ' καλό χειρ'κό!

    • - Έχ κακό χειρ'κό!
χειρέλ' (του)
  • υποκορ. της λ. «χέρ' = χέρι»

χειροβουλιά (η)
  • Η ποσότητα που μπορεί να κρατήσει κανείς στο χέρι του

    • -Μια χειροβολιά σπόρ'.
χειρόβουλου (του)
  • Η ποσότητα των σπαρτών που μπορεί να κρατήσει με το ένα χέρι αυτός που θερίζει.

χειρόμ'λους (ι)
  • Μύλος μικρός, μεταλλικός, στρογγυλός, σχήματος βλήματος πυροβόλου που τον γύριζαν με το χέρι (άλεθαν κυρίως καφέ αλλά και άλλα προϊόντα). Υπήρχε και πέτρινος χειρόμυλος.

χειρουμαδώ
  • Μαδάω με τα χέρια

    • -Ήβρα μιαν αράβδ'στ' λιούδα τσι τ' χειρουμάδ'σα
χέλιου πρόβατου (του)
  • Που έχει στα νώτα μαλλιά υπέρυθρα

χηματάρ (του)
  • Είδος κουδουνιού προβάτου από μπρούτζο

χήνα (μια)
  • μτφ. χίλιες δραχμές

    • -Η τσαρά μ' δώτσι μια χήνα
χιγμπές (ι)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Σάκος στον οποίο έβαζαν την τροφή (γέμι) των ζώων

χιδρό (του)
  • βλ. λ. «χιντρό»

χιζ

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Η φόρα, η κεκτημένη ταχύτητα

    • -Πήρι χιζ τσ' άιντι να τουν πιάσ'ς = πήρε φόρα
χιλές

Ετυμολογία: τουρκ. hile

  1. Δόλος, κατεργαριά, νοθεία

    • -Έκανι του χιλέ τ'!
  2. Ζημιά, αποτυχία

    • -Έπαθα ένα χιλέ, τι να σ' λέγου!
χιλιουμπαλουμένους (ι)
  • Με πολλά μπαλώματα

    • -Για κοίταξι μπε κόσμι τσι γι Γιάνν'ς, του ζο, γίν'τσι ξιλιγμένους. Ε θ'μάτι που ίσαμ προυχτές έτρουγι ούλου κ'τσιά, τσι τα ρούχα τ' ήντας χιλιουμπαλουμένα
χιντρό πρόβατου (του)
  • Που έχει στο πρόσωπο στίγματα μελανά (γύρω από τα χείλη και τα μάτια)

χιρσίγ'ς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. hırsız

  • Ο κλέφτης

χισμένους (ι)
  • μτφ. περιφρονημένος (από το χέζω = αποπατώ)

    • -Μ' έδιουξι η γ'ναίκα μ' τσι κάθουμι τώρα σα ντου χισμένου

    • -Χισμένου σ' έχου = αδιαφορώ για σένα.
χκυματώ
  • Φτύνω

χλαπ (του)
  • Παλιοπάπουτσο που το πίσω μέρος του ήταν πατημένο και με το περπάτημα χτυπούσε στις φτέρνες και έκανε «χλάπ-χλάπ» εξου και τέτοια παπούτσια (ή παντόφλες) τα λέγανε «χλάπια».

χλαπίζου
  • Τρώω πολύ, τρώω στα γρήγορα

    • -Για πότι του χλάπσι ούτι που τουν είδαμι!
χλεμπόνις Βλέπε:
χλέντζα (η)
  • Είδος φαγητού με αλεύρι σαν πηχτή σούπα

χλιαβό (του)
  • Το παιδί που δεν μιλά καθαρά.

χλιάρ' (του)

Ετυμολογία: κωτάλιον υποκορ. του μτγν. κώταλις

  1. Κουτάλι

  2. μτφ. κουτσομπόλης

χλιάρα (η)
  • Κουτάλα

χλιαριά (η)
  • Κουταλιά

χλιαρίζου
  • Τρώω λαίμαργα με το κουτάλι.

χλιαρουθήτσ' (η)
  • Η κουταλοθήκη

χλιμντρίζου

Ετυμολογία: αρχ. χρεμετίζω

  • Βγάζω φωνή αλόγου

χλιμπόνα (η)
  1. Άγριο φαγώσιμο φυτό του αγρού

  2. μτφ. χλωμή, ασθενική γυναίκα

Επίσης:
χλιμπουνιάρ'ς (ι)
  • Χλωμός, ασθενικός