Η επιτυχία
Σκαλίζω, σιγοθορυβώ, ψαχουλεύω
Ετυμολογία: τουρκ. has = αγνός
shareΕίδος ψωμιού από άσπρο αλεύρι
Φυτεία κριθαριού, προτού βγάλει στάχυα. Προορίζεται για βόσκηση, ως κατ' εξοχήν δυνατή και καθαρή τροφή αιγοπροβάτων
Τρυφερό χόρτο γενικά
μτφ. νεαρό όμορφο κορίτσι.
Ετυμολογία: λατιν.
shareΜακρόστενο ξύλο, ακανόνιστων διαστάσεων, που τοποθετείται μέσα στον τοίχο για να στηρίζει τα ξύλινα κουφώματα (παράθυρα κ.τ.λ.)
Ετυμολογία: ρως. hohol = τσουλούφι, (μτφ.) άνθρωπος ψηλός και λεπτός με άτσαλους τρόπους
shareΦασαριόζος
Το καρπούζι γενικά και ιδιαίτερα το όψιμο που κρατούσε μέχρι τις αρχές του χειμώνα
Αυτός που είναι ή δεν είναι γουρλής. (πρβλ. πουδαρ'κό)
Η ποσότητα των σπαρτών που μπορεί να κρατήσει με το ένα χέρι αυτός που θερίζει.
Μύλος μικρός, μεταλλικός, στρογγυλός, σχήματος βλήματος πυροβόλου που τον γύριζαν με το χέρι (άλεθαν κυρίως καφέ αλλά και άλλα προϊόντα). Υπήρχε και πέτρινος χειρόμυλος.
Ετυμολογία: τουρκ.
shareΗ φόρα, η κεκτημένη ταχύτητα
Ετυμολογία: τουρκ. hile
shareΔόλος, κατεργαριά, νοθεία
Ζημιά, αποτυχία
Με πολλά μπαλώματα
μτφ. περιφρονημένος (από το χέζω = αποπατώ)
Παλιοπάπουτσο που το πίσω μέρος του ήταν πατημένο και με το περπάτημα χτυπούσε στις φτέρνες και έκανε «χλάπ-χλάπ» εξου και τέτοια παπούτσια (ή παντόφλες) τα λέγανε «χλάπια».