Βρέθηκε το λήμμα
χαρχαλεύγου
  • Σκαλίζω, σιγοθορυβώ, ψαχουλεύω

    • -Σταμάτα να χαρχαλεύγ'ς τσ' άσιμι να τσμηθώ (να κοιμηθώ)