Είδος ψησταριάς. Σε σχήμα γλάστρας με 3 πόδια και πορτάκι κάτω κάτω για να παίρνουν αέρα τα κάρβουνα που τα τοποθετούσες σε σχάρα στη μέση περίπου και πάνω πάνω είχε τρία στηρίγματα που ανοιγοκλείνανε ανάλογα με το μαγειρικό σκεύος που τοποθετούσες για μαγείρεμα ή ψήσιμο
Ετυμολογία: τουρκ.
shareΙδιοτροπία, συνήθεια, ιδίως κακή
Το μαλλί που έχει εξογκώματα σε κάποια σημεία
μτφ. οι αγενείς εκφράσεις
Οι μικρές πέτρες
Βάζω ψιλά ξηρά χόρτα ή ξυλαράκια για προσάναμμα
Ετυμολογία: τουρκ.
shareΣυρτάρι σε τραπέζι όπου τοποθετεί ο μαγαζάτορας τις εισπράξεις του
Κόχλασμα, φούσκωμα του καφέ
Έξαψη, διέγερση (δημιουργική)
Ετυμολογία: αρχ. χρεία (= ανάγκη)
shareΑποχωρητήριο
μτφ. Βρομόστομα
Η συνήθως κεντημένη θήκη για χτένες που κρεμόταν στον τοίχο δίπλα στον καθρέφτη