χλιμτρώ Βλέπε:
χλιουμίτζα (η)
  • Γλιστρίδα, αντράκλα = μικρό ποώδες φυτό, με κίτρινα άνθη, που τρώγεται ως σαλατικό. Το τρώνε και ζώα.

Επίσης:
χλιουμντρώ
  • Το παιχνιδιάρικο άλογο που χλιμιντρίζει. Το ίδιο και τα παιδιά που παίζουν ξένοιαστα.

Επίσης:
χοτζέτια (τα)
  • Τίτλοι ιδιοκτησίας

χου (του)
  • Ο τρόπος, η μέθοδος

    • -Πήρι του χου τση δ'λειάς!
χουβόλ' (η)
  1. Χόβολη, ζεστή στάχτη

  2. μτφ. άνθρωπος με προβλήματα υγείας

    • -Α κ' χουβόλ' γίνκα!
χουβού (η)
  • Είδος ψησταριάς. Σε σχήμα γλάστρας με 3 πόδια και πορτάκι κάτω κάτω για να παίρνουν αέρα τα κάρβουνα που τα τοποθετούσες σε σχάρα στη μέση περίπου και πάνω πάνω είχε τρία στηρίγματα που ανοιγοκλείνανε ανάλογα με το μαγειρικό σκεύος που τοποθετούσες για μαγείρεμα ή ψήσιμο

χούγ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Ιδιοτροπία, συνήθεια, ιδίως κακή

    • -Η ψ'χή βγαίν, του χούγ' ε βγαίν!

    • -Να χέσου τα σκατουχούγια σ'!
χουγ'λαγκίζου
  • Αποκτώ συνήθειες (χούγια)

χουζμέτ (του)

Ετυμολογία: τουρκ. hızmet

  • Εξυπηρέτηση (βλ. και λ. «ριτζιάς»)

χουκάς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. hokka

  • Το βάζο του γλυκού του κουταλιού

Επίσης:
χουλιάρια (τα)
  • Τα κουτάλια

χουλιουσκώ
  • Στεναχωριέμαι, αγχώνομαι

    • -Εμ, ε χουλιουσκώ τσιόλας! = Ε, δεν θα σκάσω κιόλας!
χουνιφτάρ (του) Βλέπε:
χουντράδις (οι)
  1. Το μαλλί που έχει εξογκώματα σε κάποια σημεία

  2. μτφ. οι αγενείς εκφράσεις

    • -Φτός ούλου χουντράδις πιτά (λέει)
χούπιτρα (τα)
  • Οι μικρές πέτρες

    • - Φέρι μπε καμιά μιγάλ' πέτρα να χκίσουμι του ντουβάρ! Ούλου χούπιτρα κ'βανείς
χουρ'σιά (η)
  • Το χώρισμα

χουρατεύγου
  • Κάνω αστεία πειράγματα

χουρατό (του)
  • Το αθώο αστείο, το πείραγμα

    • - Ντα πάθητι, ρουτά, τσ' αρχινά τα χουρατά
χουρταρουζούμ' (του)
  • Ζωμός από χόρτα

χούρχουρα
  • Ψιλά ξηρά χόρτα ή ξυλαράκια για προσάναμμα (καταπιασίδια)

χουρχουρίζου
  • Βάζω ψιλά ξηρά χόρτα ή ξυλαράκια για προσάναμμα

    • -Χουρχούρσι κουμμάκ' να ανάψουμι κ' φουκιά!
χουσμέτ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. hizmet = υπηρεσία

  • Εκδούλευση, εξυπηρέτηση, το θέλημα

    • -Να πηγαίν'ς τσι στα χουσμέτια να κ' ανιφδάς κουμμάκ'
Επίσης:
χουσχούσ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. kuskus = είδος ζυμαρικού σε κόκκους

  1. Χειροποίητο ζυμαρικό

  2. μτφ. κουτσομπολιό

Επίσης:
χουσχουσοκαφινές
  • Καφενείο όπου γίνεται πολύ κουτσομπολιό

    • -Ι χουσχουσοκαφινές τ' Φαρμάτς
χουτζιρές (ι)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Συρτάρι σε τραπέζι όπου τοποθετεί ο μαγαζάτορας τις εισπράξεις του

χουφτούδα (η)
  • Μικρή παλάμη (κυρτωμένη)

χουχλατσίζου
  • Κοχλάζω, αναβράζω

χουχλιός (ι)
  • Είδος σαλιγκαριού της θάλασσας

χόχλους (ι)
  1. Κόχλασμα, φούσκωμα του καφέ

    • -Βάλ' τουν πάλε του καφέ να πάρ' ένα χόχλου ακόμα.

    • -Βράζ' π' ένα χόχλου = για κάτι που γίνεται με τη μία.
  2. Έξαψη, διέγερση (δημιουργική)

χραμέλ'

Ετυμολογία: τουρκ. ihram

  • υποκορ. της λ. «χράμι» = υφαντό στρωσίδι από χοντρό μαλλί

χρειά (η)
  • Χρήσιμο σκεύος, τα χρειώδη, τα εργαλεία

    • -Καλή χρειά είνι τούτου!
χρείγια (η)

Ετυμολογία: αρχ. χρεία (= ανάγκη)

  1. Αποχωρητήριο

  2. μτφ. Βρομόστομα

    • -Είσι μια χρείγια! = είσαι ένα βρομόστομα!
χρίζου
  • Ασπρίζω τοίχους κ.τ.λ. με ασβέστη

χριότα (τα)
  • Χρέη

χριουφειλέκ'ς (ι)
  • Χρεοφειλέτης

χρισμένους (ι)
  • Ο ασβεστωμένος

χριστάγκαθου (το)
  • Είδος φυτού

χρουνίζου
  1. Γίνομαι ενός έτους

  2. μτφ. καθυστερώ

χτε
  • Χθες, την προηγούμενη μέρα

χτινουθήτσ' (η)
  • Η συνήθως κεντημένη θήκη για χτένες που κρεμόταν στον τοίχο δίπλα στον καθρέφτη

χτιτσιάζου
  • Αγανακτώ, «αρρωσταίνω» από θυμό

    • -Μη χτίτσιασι του παλιόπιδου
χτιτσιάρ'ς (ι)
  1. Φυματικός

  2. μτφ. χλωμός, αρρωστιάρης

χτιτσιάρκου (του)
  • Απ' το χτικιό (φυματίωση). Αρρωστημένο, φυματικό, φθισικό

χτιτσιό (του)
  1. Φυματίωση

  2. μτφ. βάσανο, ταλαιπωρία

χύμα κ'δούν' (του)
  • Είδος χυτού μπρούτζινου κουδουνιού προβάτου

χώρς
  • Οριογραμμή κτημάτων ή οικοπέδων