Βρέθηκε το λήμμα
χατίλ' (του)

Ετυμολογία: λατιν.

  • Μακρόστενο ξύλο, ακανόνιστων διαστάσεων, που τοποθετείται μέσα στον τοίχο για να στηρίζει τα ξύλινα κουφώματα (παράθυρα κ.τ.λ.)