Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: λατιν.
Μακρόστενο ξύλο, ακανόνιστων διαστάσεων, που τοποθετείται μέσα στον τοίχο για να στηρίζει τα ξύλινα κουφώματα (παράθυρα κ.τ.λ.)