Βρέθηκε το λήμμα
χάσ'κου (του)

Ετυμολογία: τουρκ. has = αγνός

  • Είδος ψωμιού από άσπρο αλεύρι

    • -Γω παίρνου ψουμί χάσ'κου απ' του φούρνου…..