Βρέθηκε το λήμμα
χιλές

Ετυμολογία: τουρκ. hile

  1. Δόλος, κατεργαριά, νοθεία

    • -Έκανι του χιλέ τ'!
  2. Ζημιά, αποτυχία

    • -Έπαθα ένα χιλέ, τι να σ' λέγου!