Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. hile
Δόλος, κατεργαριά, νοθεία
Ζημιά, αποτυχία