Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: κωτάλιον υποκορ. του μτγν. κώταλις
Κουτάλι
μτφ. κουτσομπόλης