Βρέθηκε το λήμμα
χαχόλ'ς (ι)

Ετυμολογία: ρως. hohol = τσουλούφι, (μτφ.) άνθρωπος ψηλός και λεπτός με άτσαλους τρόπους

  • Φασαριόζος