Βρέθηκε το λήμμα
χλιμπόνα (η)
  1. Άγριο φαγώσιμο φυτό του αγρού

  2. μτφ. χλωμή, ασθενική γυναίκα

Σχετικές λέξεις
χλεμπόνις