Ετυμολογία: χίμαιρα (= μυθικό τέρας των αρχαίων με κεφάλι λιονταριού, σώμα κατσίκας και ουρά φιδιού)
shareΚατσίκι ενός έτους
υποκορ. της λ. «χ'μαίρ»
Ετυμολογία: τουρκ. hüner = μαστοριά που απαιτεί δεξιοτεχνία
shareΧουνέρι = πάθημα από εξαπάτηση, κάζο
Ετυμολογία: τουρκ. havan = καπνοκοπτικό μηχάνημα
shareΕιδικό μαχαίρι με το οποίο τεμάχιζαν τα φύλλα καπνού
Μεταλλικό τμήμα στο καπίστρι του ζώου που μπαίνει στο στόμα του για να το τιθασεύει
Τρώω
μτφ. πιστεύω εύκολα και χωρίς έλεγχο (ό,τι μου πουν οι άλλοι)
Ετυμολογία: τουρκ. hayat
shareΤο σπίτι που διαθέτει «χαγιάτι»
Συνδυασμός των δύο λέξεων, της Τουρκικής και της Ελληνικής, για να δοθεί έμφαση
Έτοιμο, διαθέσιμο
Ετυμολογία: αλβ.
shareΝυχτερινό πουλί της άνοιξης (μοιάζει με κουκουβάγια) ή αλλιώς γκιόνης
μτφ. αδύνατος, ξερακιανός, προς το άσχημος.
Το χαλινάρι (μεταλλικό εξάρτημα που μπαίνει στο στόμα του αλόγου)
Φλεγμονή στις άκρες του στόματος
Άνθρωπος κακός, φαρμακόγλωσσος, μη σκεπτόμενος τις συνέπειες των λόγων του, μαρτυριάρης
Γυναίκα αχταγού
Ετυμολογία: τουρκ. helva
shareΕίδος γλυκού (από σιμιγδάλι, βούτυρο, αμύγδαλα, αυγά κ.τ.λ.)
Ετυμολογία: τουρκ. hamallik = η δουλειά του χαμάλη, κάθε δουλειά βαριά και επίπονη
shareΔουλειές σχετικές με τη μεταφορά αντικειμένων
Ετυμολογία: τουρκ. hamur
shareΖυμάρι, λάσπη, πολτός ελιάς σε ελαιοτριβείο για έκθλιψη και παραγωγή του λαδιού
Ετυμολογία: λατιν. καμπύλη δηλ. αυτή που κυρτώνεται κατά τη συνουσία
shareΓυναίκα κακής ηθικής, τσούλα
Ετυμολογία: τουρκ. haber = νέο, είδηση + ίζω
shareΑδιαφορώ. Εύχρηστο κυρίως στη φράση:
Ετυμολογία: τουρκ. hadim
shareΕυνούχος, ευνουχισμένος, ανίκανος
Ετυμολογία: τουρκ. ίσως kapma = γράπωμα, αρπαγή
shareΑπαξιωτικός χαρακτηρισμός ανθρώπου, κορόιδο
Πολύ χαρούμενος
Το σημάδι
Απ' αυτό το είδος, απ' αυτό το σόι
Ετυμολογία: τουρκ. hararet = θέρμη
shareΜεγάλη δίψα
επιφών. έκπληξης και αποδοκιμασίας, το απορριπτέο
Γνωστοποιώ άγνωστα μυστικά