χ'λός (ι)
  • Ο χυλός (σούπα με γάλα και αλεύρι)

χ'μαίρ (του)

Ετυμολογία: χίμαιρα (= μυθικό τέρας των αρχαίων με κεφάλι λιονταριού, σώμα κατσίκας και ουρά φιδιού)

  • Κατσίκι ενός έτους

χ'μίζου
  • Χιμίζω, ορμώ

    • -Τουν έβρισι τσι τσείνους χίμξι να τουν φα
χ'μιρέλ' (του)
  • υποκορ. της λ. «χ'μαίρ»

    • -Φουνές τσι σαματάς ακούγιουντου τσάκ στου κρυό π'γάδ', που πήγα να μιταδέσου του χ'μιρέλι μ'
χ'μώ
  • Χιμώ, ορμώ

    • -Χίμξι του ζ'γούρ' πάνου μ' να μι φα!
χ'νέρ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. hüner = μαστοριά που απαιτεί δεξιοτεχνία

  • Χουνέρι = πάθημα από εξαπάτηση, κάζο

χαβ (του)

Ετυμολογία: τουρκ. hava = αέρας, ρυθμός

  1. Αέρας

  2. Κέφι

χαβάν' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. havan = καπνοκοπτικό μηχάνημα

  • Ειδικό μαχαίρι με το οποίο τεμάχιζαν τα φύλλα καπνού

χαβιάς (ι)
  • Μεταλλικό τμήμα στο καπίστρι του ζώου που μπαίνει στο στόμα του για να το τιθασεύει

χάβου
  1. Τρώω

  2. μτφ. πιστεύω εύκολα και χωρίς έλεγχο (ό,τι μου πουν οι άλλοι)

    • -Έ ντα χάβου γω έιτουτα π' λεγς!
χαβρούσ' (του)
  • Το ουροδοχείο νυχτός

χαγιατλίδ'κου (του)

Ετυμολογία: τουρκ. hayat

  • Το σπίτι που διαθέτει «χαγιάτι»

    • -Έχ' τσι πιρβουλέλ' σκη Κατασουρή μι πστιλέλ' χαγιατλίδ'κου
χαγίρ - προυκουπή
  • Συνδυασμός των δύο λέξεων, της Τουρκικής και της Ελληνικής, για να δοθεί έμφαση

    • -Έ κάνας χαγίρ νε προυκουπή!
χαγίρ (του)
  • Καλό, προκοπή

χαζίρ'

Ετυμολογία: τουρκ. hazir

  • Έτοιμο

    • -Ντα τσ' ε του πήρις μπε ξ'λουμένε, χαζίρ' πράμα!
χαζίρκου (του)
  • Έτοιμο, διαθέσιμο

    • -Ν' ανιβώ στου Πλάτανου να πάρου κανένα χαζίρκου τσιγάρου απ' τ' Μαλιόντα, γιακί τώρα τιλιφτέα σφάλι γι' έρμους απ' τσ' κότις (δηλ από νωρίς)

    • -Τα ήβρασ' χαζίρκα = τα βρήκαν έτοιμα
χαζιρτζής (ι)
  • Ο ακαμάτης, που τα θέλει όλα στο χέρι.

χαζουψ'ώλ'ς
  • Αγαθιάρης, χαζός

χαΐν'ς

Ετυμολογία: τουρκ. hain = προδότης

  1. Τεμπέλης

  2. Άπιστος, προδότης

χακ (του)

Ετυμολογία: αλβ.

  1. Νυχτερινό πουλί της άνοιξης (μοιάζει με κουκουβάγια) ή αλλιώς γκιόνης

  2. μτφ. αδύνατος, ξερακιανός, προς το άσχημος.

    • -Όμουρφ' κουπέλα τούκ'!

    • -Σιγά του χακ!
χαλ'νάρ' (του)
  1. Το χαλινάρι (μεταλλικό εξάρτημα που μπαίνει στο στόμα του αλόγου)

  2. Φλεγμονή στις άκρες του στόματος

  3. Άνθρωπος κακός, φαρμακόγλωσσος, μη σκεπτόμενος τις συνέπειες των λόγων του, μαρτυριάρης

  4. Γυναίκα αχταγού

    • -Του Μ'χάλ' τουν έχ'ς για καλό, αλλά είνι ένα χαλ'νάρ!
χαλατσιά (η)
  • Σωρός από πέτρες χαλασμένου τοίχου, πολύ παλιό σπίτι, χάλασμα, πέρασμα

χαλαχούλ'ς (ι)
  • Φασαρίας, ανακατωσούρας

χαλβάς τσ' Ρήνας

Ετυμολογία: τουρκ. helva

  • Είδος γλυκού (από σιμιγδάλι, βούτυρο, αμύγδαλα, αυγά κ.τ.λ.)

χάμ'
  • Κάτω

χαμαλιάτ'κα (τα)

Ετυμολογία: τουρκ. hamal = αχθοφόρος

  • Η αμοιβή του χαμάλη

χαμαλίκια (τα)

Ετυμολογία: τουρκ. hamallik = η δουλειά του χαμάλη, κάθε δουλειά βαριά και επίπονη

  • Δουλειές σχετικές με τη μεταφορά αντικειμένων

    • -Του Γιώργ' τουν σακατέψαν τα χαμαλίκια. Ε ντουν βλέπ'ς τίλια πουρπακί; (….πώς περπατάει;)
χαμουλόγ' (του)
  • Το πρώτο μάζεμα της ελιάς απ' τη γη, πριν από την κυρίως συλλογή

χαμούρ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. hamur

  • Ζυμάρι, λάσπη, πολτός ελιάς σε ελαιοτριβείο για έκθλιψη και παραγωγή του λαδιού

χαμούρα (η)

Ετυμολογία: λατιν. καμπύλη δηλ. αυτή που κυρτώνεται κατά τη συνουσία

  • Γυναίκα κακής ηθικής, τσούλα

χαμπαρίζου

Ετυμολογία: τουρκ. haber = νέο, είδηση + ίζω

  • Αδιαφορώ. Εύχρηστο κυρίως στη φράση:

    • -Έιτουτους έ χαμπαρίζ' απού λόγια = δεν λογαριάζει τις συμβουλές, δεν ακούει λόγια, δεν παίρνει από λόγια
χαντάτσ' (του)
  • Μικρή τάφρος φυσική ή τεχνητή

χαντούμ'ς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. hadim

  • Ευνούχος, ευνουχισμένος, ανίκανος

    • -Εν ιμπόρει να ποί'ς μουρά. Λέγας' πως ήντου χαντούμ'ς
χάπατου (του)

Ετυμολογία: τουρκ. ίσως kapma = γράπωμα, αρπαγή

  • Απαξιωτικός χαρακτηρισμός ανθρώπου, κορόιδο

χαρ' (η)
  • Χάρη

χαρά - χαρούμινους
  • Πολύ χαρούμενος

    • - Τσι πήγι τσι πούλσι τα πρόβατα σκη Χιο σ' ένα χουριό τσ' ήρθι πίσου χαρά - χαρούμινους
χαρά - χαστός
  • Πολύ χαρούμενος

    • -Αρρ'βώνιασι του γιο τ' τσ' ήρθι χαρά - χαστός τσι μ' τούπι
χαραγή (η)
  1. Το σημάδι

    • -Πήγι πάνου σκ' χαραγή = ακολούθησε τα σημάδια, τα πατήματα
  2. Απ' αυτό το είδος, απ' αυτό το σόι

    • -Απ' έφκ' κη χαραγή βαστά
χαρακέλ' (του)
  • Μικρός χάρακας

χαρανέλ' (του)
  • υποκορ. της λ. «χαρανί»

χαρανί (του)

Ετυμολογία: τουρκ. hereni

  • Σκεύος για μαγείρεμα, μεγάλη κατσαρόλα

χαραρέτ (του)

Ετυμολογία: τουρκ. hararet = θέρμη

  • Μεγάλη δίψα

    • -Μιγάλου χαραρέτ βλέπου. Ντα διάβουλου έφαγις;
χαράστου
  • επιφών. έκπληξης και αποδοκιμασίας, το απορριπτέο

    • -Χαράστου ν άθρουπου!

    • -Χαράστου πράμα!
χαρατσιά (η)
  • Ίχνος από χάραγμα, γραμμή ή εγκοπή που έγινε με χάρακα ή με κοφτερό όργανο

χάρβαλου (του)
  • Κάθε τι το εξαρθρωμένο

χαρκί (του)
  • Χαρτί

    • -Τίλξι μ' πέντι δραχμές ψαρίδις (σαρδέλες) στου χαρκί
χαρμπατζιάζου
  • Γνωστοποιώ άγνωστα μυστικά

    • -Του νου σ' γιακί α μπάγου τσ' α τα χαρμπατσιάσου ούλα!
χαρμπί (του)
  • Ζώνη-θήκη στη μέση του κυνηγού για χαρτούτσες όπλου, φυσιγγιοθήκη.

χαρνταλάμ (του)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Η τόκα της ζώνης

χαρνταλάς (ι)
  • μεγάλο κομάτι κρέας

    • -Έχουμι να σύρουμι χαρνταλά! = να ξεσκιστούμε στο φαΐ