Βρέθηκε το λήμμα
χειρ'κό (του)
  • Αυτός που είναι ή δεν είναι γουρλής. (πρβλ. πουδαρ'κό)

    • -Έχ' καλό χειρ'κό!

    • - Έχ κακό χειρ'κό!