Βρέθηκε το λήμμα
χιζ

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Η φόρα, η κεκτημένη ταχύτητα

    • -Πήρι χιζ τσ' άιντι να τουν πιάσ'ς = πήρε φόρα