Βρέθηκε το λήμμα
χισμένους (ι)
  • μτφ. περιφρονημένος (από το χέζω = αποπατώ)

    • -Μ' έδιουξι η γ'ναίκα μ' τσι κάθουμι τώρα σα ντου χισμένου

    • -Χισμένου σ' έχου = αδιαφορώ για σένα.