Βρέθηκε το λήμμα
χάχλα (η)
  • Πλασμένο κομμάτι από τραχανό σε σχήμα στρογγυλής σκάφης ή φούχτας

Σχετικές λέξεις
τασμαδούρ (του)

Ετυμολογία: τουρκ. taşma dur = εκχείλιση ‘στοπ'