Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. çalim = επίδειξη, ακμή ξίφους
Κολπαδόρος, που κάνει τσαλίμια