Βρέθηκε το λήμμα
τσαγρίζου
  1. Πιτσιλίζω, εκσφενδονίζω μικρή ποσότητα νερού με δύναμη

  2. μτφ. φεύγω γρήγορα ή το βάζω στα πόδια, την κοπανάω

    • -Μι του που τουν είδαμι νάρχιτι κατά πάνου μας τσαγρίσαμι μεσ' του ρουμάν'

    • -Τσαγρίζουν τα μάκια μ' = Δακρύζουν