Βρέθηκε το λήμμα
τσαλιστεύγου

Ετυμολογία: τουρκ. çalıstım, αόρ. του çalışmak = προσπαθώ

  • Προσπαθώ κάτι να κάνω, επιδιώκω με μικρές δυνατότητες να κάνω κάτι