Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. çalıstım, αόρ. του çalışmak = προσπαθώ
Προσπαθώ κάτι να κάνω, επιδιώκω με μικρές δυνατότητες να κάνω κάτι