Βρέθηκε το λήμμα
τσ'τόγαλου (του)
  1. Το βυζί του ζώου που έχει μικρή τρύπα = ψιλόρωγο και κατ' επέκταση δυσκολοάρμεχτο ζώο (αντίθ. αφλόγαλου)

    • -Η κατσίκα μ' είνι τσ'τόγαλ'
  2. μτφ. τσ'τόγαλους = άτομο άξεστο, σκληρό