Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Κοιλόρφανος (αυτός που έμεινε ορφανός από πατέρα όταν ακόμα ήταν στην κοιλιά της μητέρας του)