Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ασχολούμαι με κάτι, προσπαθώ κάτι να κάνω (βλ. και λ. «τσαλιστεύγου»)