Βρέθηκε το λήμμα
τσ'βάλ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Τσουβάλι, σάκος από καννάβι ή άλλη ύλη

    • Φρ: Αδειανό τσ'βάλ' ε στέτσ' ουλόρθου = ο πεινασμένος άνθρωπος δεν έχει δυνάμεις

    • Φρ: του λαγό τουν είχις μέσ' του τσ'βάλ'. Ντα ήθελις να δεις τι μάκια έχ';