Βρέθηκε το λήμμα
τσ'λούφ (του)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Τούφα-θύσανος μαλλιών κεφαλής

    • -Γλήγουρα σήκου μη σ'βγάλου τα τσ'λούφια σ'