τουρκάτ'ς (του)
  1. Ο μικρός Τούρκος

  2. Χαρακτηρισμός ατίθασου παιδιού

  3. Καυτερή μικρή κόκκινη πιπεριά

τουτάμ (του)

Ετυμολογία: τουρκ. tutam: bir tutam baharat = μια δόση μπαχαρικών (από το κινημ. έργο «Πολίτικη κουζίνα)

  1. Μήκος χειρολαβής

  2. Μικρή ποσότητα κάποιου πράγματος που πιάνεται στα δάχτυλα

    • -Ένα τουτάμ ραδίτσια
τούτου (αντων.)
  • Τούτο

τούτουνα (αντων.)
  • Τούτο

τούτουνας (αντων.)
  • Τούτος

    • -Τούτουνας γι άθρουπους εν έχ' π'στουσύν' = δεν μπορείς να τον επμιστευθείς.
τούτους (αντων.)
  • Τούτος

τούφα (η)
  1. Μικρή φυσική δέσμη από τρίχες

  2. μτφ. η φυλακή

    • -Μας βάλαν σκη τούφα
τρα Βλέπε:
τραγ'δέλ' (του)
  • Μικρό τραγούδι

    • -Γω μουρό μ' ταχιά λόμπγις τσι κ'τσιά α φάγου,

    • τσι ν' απουλ'θείς απ' του καλό μουρέλι μ' πλιά,

    • α φ'λάγου
τραγουγιέν'ς (ι)
  • Με γένια σαν του τράγου

    • -Θα σι παντρέψ' λεγ' ι τραγουγέν'ς ι παπαΚύριλους μεσ' τουν Άγιου Αντριά.
τραλακός (ι)
  • Κοιμισμένος, ζαλισμένος, τρελός

τραλακώνουμι
  • Τρελαίνομαι

τραλατσιά (η)
  • Η τρελή

    • -Απ' κ'ώρα πούρθις μπουλουγυρίζου σα τραλατσιά μεσ' του σπίκ' τσ' ε μπουρώ να ποίσου δ'λειά
τραμιλτζάνα (η)

Ετυμολογία: βενετ.

  • Μεγάλο γυάλινο δοχείο προστατευμένο με καλαθόπλεγμα

Επίσης:
τραμιλτζανούδα (η)
  • υποκορ. της λ. «τραμιλτζάνα»

τραμσ'ακός
  • Τρεμάμενος

    • -Η βόλτα τουν μάρανι, ε βλέπ' του χάλι τ'! Παγαίν' όρτσις - μπόρτσις, ένας τραμσ'ακός είνι!
τραπιζόν' (του)
  • Ράφι στην κορυφή της ξύλινης σκάλας των διώροφων σπιτιών

τράτου (του)

Ετυμολογία: ιταλ.

  • Χρονικό διάστημα, περιθώριο χρόνου.

    • Φρ: έχου τράτου = έχω περιθώριο
τραχανόγαλου (του)
  • Γάλα πρόβιο για τραχανό

τραχλάτου πρόβατου (του)
  • Το πρόβατο που έχει γύρω από τον τράχηλο κυκλοτερές λεύκωμα

τραχλιά (η)
  • Γύρω από τον τράχηλο (στα ζώα το λουρί, στα μωρά η σαλιάρα ή ποδιά, ο γιακάς λαιμού πουκαμίσου)

τρεμλιάζου
  • Με πιάνει τρεμούλα

τριά
  • Τρία

    • -Τρίου μνω = τριών μηνών

    • -Τριά μουρά
τριανταμνιά
  • Μήνας 31 ημερών

    • -Πόσα τραβά μπε έιτουτουςι ι μήνας; Τριάντα ή τριανταμνιά;
τριατατικοί (οι)
  • Υπάλληλοι του Ταχυδρομείου (3Τ=Ταχυδρομείο, Τηλεγραφείο και Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο)

τριβόλ' (οι)
  • Ζιζάνια των αγρών

τριγυρίστρια (η)
  1. Φλεγμονή νυχιών

  2. μτφ. η γυναίκα που γυρίζει συνέχεια από δω κι από κει

τριδίζουμι
  • Ζορίζομαι, βάζω όλες μου τις δυνάμεις για να κάνω κάτι αλλά χωρίς αποτέλεσμα.

Τρίκ' (η)
  • Η ημέρα Τρίτη

τρικλάδ'
  • (στη φρ.): Γύρ'σα του τρικλάδ' = γύρισα όλη τη γειτονιά.

τρικό (του)
  • Το φανελάκι (εσώρουχο)

τριλαμός (ι)
  • Η τρέλα

    • -Μούρθι τριλαμός
τρισαγί
  • Αρωματικό φυτό, αρμπαρόριζα (για ρόφημα, σε γλυκά, σε βυσσινάδα)

τρίστηλις τρίσ'τλα
  • Ορθάνοιχτες-ορθάνοιχτα

    • -Ντα τσι τ'ς αφήτσις τρίστηλις τ'ς πόρτις;

    • -Τρίστ'λα παναθύρια = ορθάνοιχτα
τριφαντό (του) Βλέπε:
τρίφκ'ς (ι)
  • Μαγειρικό σκεύος για το τρίψιμο τυριού, λαχανικών κ.τ.λ.

τριχιά
  • Σχοινί καμωμένο από τρίχες ζώου (κατσίκας)

τριχουφάς (ι)

Ετυμολογία: τρίχα + αόρ. του τρώγω

  • Αρρώστια που ρίχνει τα μαλλιά της κεφαλής, η αλωπεκία

τρουβαδέλ' (του)
  • υποκορ. της λ. «τρουβάς»

τρουβαδίζου
  • Βάζω σε τορβά

τρούβαδους (ι)
  • Μεγάλος τορβάς

τρουβάς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. torba

  • Τορβάς = μικρός σάκος, ταγάρι

Επίσης:
τρούλ' (του)
  • Γεμάτο μέχρι πάνω

    • -Τρούλ' του γέμουσι!
τρουλός (ι) ή τρωλός
  • Ο συνεσταλμένος, ο φοβητσιάρης

    • -Τρουλός άθρουπους!
τρουλώνου
  • Γεμίζω κάτι μέχρι την επιφάνεια, μέχρι πάνω

    • -Μη του τρουλών'ς του πιάτου γιακί α χ'θεί χαμ.
τρουφαντό (του)
  • Το αγγούρι

Επίσης:
τρυπουγάζ' (του)
  • Κέντημα, τελείωμα τραπεζομάντηλου

τρυπουκαρδέλ' (του)
  • Τρυποκάρυδο (είδος πουλιού)

τρώγου
  • Τρώω

    • Φρ.: Άμα ε φας πίτα απ' τουν άμμου, άθρουπους ε γίνισι
τσ'ακν'ιακάτου (του)
  • Αιδοίο νεαρής και ζωηρής γυναίκας

    • -Του μ'νί του τσ'ακν'ιακάτου

    • πα (πάνω) σκ' αμυγδαλιούδα κάντου (καθόταν)

    • τσ' έτρουγι τ' αμυγδαλέλια πι (με) τα δυο του τα μαγ'λέλια!