Βρέθηκε το λήμμα
τσακτίζου

Ετυμολογία: τουρκ. çakmak = τρίβω, χτυπώ

  • Προκαλώ σπινθήρα σε αναπτήρα που φέρει φιτίλι

    • -Τσάκτσι ν' ανάψου του τσιγάρου μ'!