Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. çakmak = τρίβω, χτυπώ
Προκαλώ σπινθήρα σε αναπτήρα που φέρει φιτίλι