Ετυμολογία: τουρκ. cilve = θέλγητρο, ερωτοτροπία
shareΧάδι, παιχνίδισμα, τσαχπινιά
Ετυμολογία: τουρκ. leblebı = στραγάλια που φτιάχνονται από ξεφλουδισμένα και αλατισμένα ρεβίθια
shareΤο αφράτο στραγάλι
Κεντρίζω, παρακινώ, προτρέπω κάποιον να κάνει κάτι.
Ετυμολογία: τουρκ. cereme και cerıme = πρόστιμο
shareΗ ζημιά, το πρόστιμο
Ο άχρηστος άνθρωπος, ο αδιαφόριτος
Όρος παιδικού παιχνιδιού. Επανάληψη (στρεψοδικία συμπαίκτη, μη εκπλήρωση των υποχρεώσεών του που προκύπτανε από τους κανόνες του παιχνιδιού)
Ετυμολογία: τουρκ. tencere
shareΟρειχάλκινο κασσιτερωμένο μαγειρικό σκεύος, κατσαρόλα
Ψήνομαι από τη ζέστη, καίομαι, τσουρουφλίζομαι
Θάρρος, θράσος, αφοβία
Ετυμολογία: ιταλ.
shareΤεντώνω
Πεθαίνω
Πώς, με ποιο τρόπο
Ετυμολογία: τουρκ. temelli = θεμελιωμένος (αντιδάνειο!)
shareΤελείως, Όλως διόλου