τζιζβές (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. cezve

  • Μπρίκι του καφέ

Επίσης:
τζιζλιμέδις (οι) Βλέπε:
τζιλάς (ι)
  • Επάλειψη σκασιμάτων σοβαντισμένου τοίχου με αραιό κονίαμα.

τζιλβές (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. cilve = θέλγητρο, ερωτοτροπία

  • Χάδι, παιχνίδισμα, τσαχπινιά

    • -Πετραδάκια μου πετάς

    • τζιλβεδάκια μου ζητάς
τζιλιμπέκ' (του)
  • Το πρήξιμο στο λαιμό του προβάτου

τζιμπέρ' Βλέπε:
τζιμπλουμπίδ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. leblebı = στραγάλια που φτιάχνονται από ξεφλουδισμένα και αλατισμένα ρεβίθια

  • Το αφράτο στραγάλι

    • -Ι μπαμπάς στέρν' ένα δικάρ' να πάρ'ς πασπατέμπου τσι τζιμπλουμπίδια π' τ' αγαπάς!
τζιμπούλ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. sümbül

  • Ζουμπούλι

τζινέτια (τα)
  • Μισά στεφάνια για να κρατούν τις κολόνες στις οικοδομές

τζιντρί (του)
  • Κεντρί

τζιντρουβουλώ
  • Βγαίνω, προβάλλω

    • -Μόλις τζιντρουβουλίς γ' ήλιους = μόλις βγει ο ήλιος
τζιντρώνου
  • Κεντρίζω, τρυπώ με κεντρί

    • -Τουν τζέντρουσι μια μέλ'σσα τσι πουνεί!
τζιντώ
  • Κεντρίζω, παρακινώ, προτρέπω κάποιον να κάνει κάτι.

    • -Ε βλέπου να τιλειών' η δ'λειά μας σήμιρα. Τζιέντα τουν τσι συ κουμματέλ' να κάν' τα βιασκά τ'.

    • -Τζιέντα = Ξεκίνα, προχώρα.
τζιρέμπλα (η)
  • Αυλάκι ή τρύπα στον τοίχο χωραφιού ή αυλής για να φεύγουν τα νερά της βροχής.

τζιριμές (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. cereme και cerıme = πρόστιμο

  1. Η ζημιά, το πρόστιμο

    • -Γω πληρώνου ξέν' τζιριμέδις!
  2. Ο άχρηστος άνθρωπος, ο αδιαφόριτος

τζισβές (ι) Βλέπε:
τζισμέδια (τα)

Ετυμολογία: τουρκ. çizme = στιβάνια

  • Υποδήματα, δερμάτινες μπότες

τζιστιρμέ (επίρρ.)

Ετυμολογία: τουρκ. kestirme = παράκαμψη

Βλέπε:
τζίτζα (τα)
  • Όρος παιδικού παιχνιδιού. Επανάληψη (στρεψοδικία συμπαίκτη, μη εκπλήρωση των υποχρεώσεών του που προκύπτανε από τους κανόνες του παιχνιδιού)

τζιτζάτου (του)
  • Το ωραίο

τζιτζί (του)

Ετυμολογία: τουρκ. cici = αγαπημένος, ωραίος, αρεστός

  • Το παιχνίδι των νηπίων

τζιτζιρές (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. tencere

  • Ορειχάλκινο κασσιτερωμένο μαγειρικό σκεύος, κατσαρόλα

τζιτζιρίζουμι
  • Ψήνομαι από τη ζέστη, καίομαι, τσουρουφλίζομαι

    • -Τζιτζιρ'ζόμαστι = ψηνόμαστε

    • -Τζιτζιρίσκα = κάηκα, τσουρουφλίστηκα
τζμπίδ (του)
  • Τσιμπίδι, μικρή λαβίδα

τζόβινου (του)

Ετυμολογία: ιταλ.

  • Ο νέος

τζούντα (η)
  • Κομμάτι διχτυού που μπαίνει ολόκληρο ως μπάλωμα σε σχισμένο δίχτυ

τζουτζέκ'ς (ι) Βλέπε:
τζουτζές (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. cüce = νάνος

  • Νάνος, μικρόσωμος, συνεκδ. γελωτοποιός

Επίσης:
τζουτζό (του)
  • Δοχείο νυχτός (συν. καθίτς)

τζουχάπ (του)
  • Θάρρος, θράσος, αφοβία

    • -Φτός δίν τ' Βασ'λέ τζουχάπ! = δεν φοβάται ούτε το Βασιλιά (δηλ. τίποτα)
τζουχάτ (του)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Πολύ έξυπνος, θαρραλέος

    • -Είνι πιδί τζουχάτ
τζόχτσι
  • Βάλθηκε να κάνει κάτι

    • -Τζόχτσι να του σάξ' τσ' έ ξικουλά
τζπμώ Βλέπε:
τημ'σιάρκου (του) Βλέπε:
τιζαίρνου

Ετυμολογία: ιταλ.

  1. Τεντώνω

  2. Πεθαίνω

    • -Τα τιζάρσι = τα τίναξε, πέθανε

    • -Τιζαρζ'μένου πανί = τεντωμένο πανί
τιζγκιάχ' (του) Βλέπε:
τιζέκια (τα)
  • Βόλοι χωμάτινοι

τιζιάκ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. tezgâh = πάγκος - αργαλειός

  • Ο καλυμμένος με μάρμαρο πάγκος του καφενείου που περικλείει τον χώρο που λειτουργεί ο καφετζής, μπουφές

Επίσης:
τιλάλ'ς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Κήρυκας

τιλβές (ι)
  • Το κατακάθι του καφέ

τιλεύγου

Ετυμολογία: μσν. τελεύω

  • Τελειώνω

    • -Τέλιψι κη δ'λειά σ' τσ ύστιρα έλα. Α σι φλάγου!
τίλια
  • Πώς

    • -Τίλια του ποίτσις μουρέλι μ'; = πώς το έκανες;
Επίσης:
τίλιγια Βλέπε:
τιλισ'ές (ι)
  • Επίπονη και δύσκολη εργασία

τίλουγια
  • Πώς, με ποιο τρόπο

    • -Τίλουγια μπε του ποίτσις; = πώς το έκανες;

    • -Έ Γνάτ, ρώκσις μπε τίλουγια θα πάμι έφτου; = Ιγνάτιε, ρώτησες πώς θα πάμε εκεί;
Τιλώνια
  • Το χωριό Άντισσα

τιμιλί (επίρρ.)

Ετυμολογία: τουρκ. temelli = θεμελιωμένος (αντιδάνειο!)

  • Τελείως, Όλως διόλου

    • -Άι σταμάτα, τιμιλί τζαναμπέκ'ς γίν'τσις στα γιράματα σ'.

    • -Τιμιλί ζο είσι = είσαι όλως διόλου ζώον
τιμόν' (του)
  • Το τιμόνι, έκφραση:

    • -Τούτους γ' άθρουπους ε παίρν' τιμόν' = είναι ανάποδος
τιμουλία (η)
  • Κιμωλία

    • -Στου σχουλειό είχαμι μια τιμουλία τσι μια πλάκα τσι γράφαμι
τιμπιλχανάς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Πολύ τεμπέλης