Βρέθηκε το λήμμα
τζιλβές (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. cilve = θέλγητρο, ερωτοτροπία

  • Χάδι, παιχνίδισμα, τσαχπινιά

    • -Πετραδάκια μου πετάς

    • τζιλβεδάκια μου ζητάς