Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. cilve = θέλγητρο, ερωτοτροπία
Χάδι, παιχνίδισμα, τσαχπινιά