Τσακισμένος, κομματιασμένος
μτφ. με κομμένα τα ήπατα, ταλαιπωρημένος
Πακέτο από 10-12 σπίρτα δεμένα
Πλατύ πήλινο κουζινικό σκεύος.
Ετυμολογία: τουρκ.
shareΤσομπάνης, βοσκός
Χωρίσματα, διακριτά τετράγωνα ή παραλληλόγραμμα τμήματα του χωραφιού.
Αυτό που μένει (στέλεχος) μετά το φάγωμα του σταφυλιού
βουκέντρα, κεντρί, ξύλο με καρφί στο τέλος, ή πελεκημένη μύτη, που χρησίμευε ως κεντρί για να «τζιντά» ο ζευγάς τα βόδια και να προχωρούν (βλ και λ. «κατσόν'»)
Ετυμολογία: τουρκ. cığer
shareΤο συκώτι
Ετυμολογία: τουρκ. kerkenez
shareΚιρκινέζι, αρπακτικό γερακοειδές πουλί στις στέγες των σπιτιών.
Άκλιτη παιδική λ. που αναφέρεται σε κάτι που καίει
Παιδικό παιχνίδι κατά το οποίο, ύστερα από κλήρωση, ένας από την παρέα κλείνει τα μάτια του, βάζει την παλάμη του χεριού του κάτω από τη μασχάλη, έτσι ώστε προς τα έξω να προβάλλεται το εσωτερικό της παλάμης. Στη συνέχεια ένας - ένας από την παρέα, που στέκεται πίσω και δίπλα του, χτυπά με δύναμη την παλάμη του «θύματος» με τη δική του παλάμη και αμέσως ρωτούν το «θύμα» ποιος τον χτύπησε. Αν το θύμα μαντέψει σωστά τότε αλλάζουν οι ρόλοι, αλλιώς το παιχνίδι συνεχίζεται με το ίδιο άτομο να είναι στο ρόλο του «θύματος». Σε κάθε χτύπημα όλα τα παιδιά φωνάζουν «τζιζ» εξού και το όνομα του παιχνιδιού.