ταραμπούρ (του)
  • Εργαλείο για αφαίρεση φελλού από μπουκάλι, τιρμπουσόν

ταραχή (η)
  • Ανακάτεμα στομάχου

    • -Έφαγα του παλιουκριάς τσι μι πιάσι ταραχή!
ταρλάς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. tarla

  • Κτήμα, χωράφι (μεγάλο)

τασμαδούρ (του)

Ετυμολογία: τουρκ. taşma dur = εκχείλιση ‘στοπ'

Βλέπε:
τασμάς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. taşma = εκχείλιση

  • Μάνα νερού, φλέβα νερού

Επίσης:
τασόπκα (η)
  • Κούπα πήλινη, κωνική (κάτω στενή και πάνω ανοιχτή) για σούπα κ.τ.λ.

τατσ'μένους (ι)
  1. Τσακισμένος, κομματιασμένος

  2. μτφ. με κομμένα τα ήπατα, ταλαιπωρημένος

    • -Θαρρείς τσ' είμι τατσ'μένους μεσ' του γ'δί = κατακουρασμένος
τατστήρ (του)
  • Τρίφτης που χρησιμοποιείται για την παρασκευή του κεφαλοτυριού

τατσώ ή τατσίζου
  • Τσακίζω, κομματιάζω, σπάζω, χτυπώ

    • -Τάτσστου πρώτα = σπάστο πρώτα
τάφ (του)
  • Είδος γλυκού (υλικά: ζάχαρη, ακαθάριστα αμύγδαλα, γλυκόζη, σόδα, νερό)

ταφιό (του)
  • Το νεκροταφείο

ταχαμπόκ
  • Χαζός

    • -Τιμιλί ταχαμπόκ είνι τούτους!
τάχατις
  • Άραγε

    • -Τάχατις αν έρθ' ίσιαμ του μισμέρ;
ταχιά (επίρρ.)
  • Αύριο

    • -Ταχιά ταχτέρ = αύριο το πρωί
ταχτάς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. tahta

  • Η σανίδα

ταχτατζής (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. tahtacı

  • Σανιδάς

ταχτέρ

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Το πρωί

    • -Ταχτέρ - ταχτέρ = πρωί - πρωί
τεκ - τουκ
  • Που και που, εδώ κ' εκεί

    • -Φ'τρώσας τα κ'τσιά;

    • -Τεκ - τουκ!
τέκιου
  • Τέτοιο

    • -Άιντι πέμ τα γλήγουρα μη μπάθουμι τέκιου χατά
τέλ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. tel

  • Μεταλλικό λεπτό σύρμα

τελεσιές (ι)
  • Προσπάθεια, κόπος

    • -Τούκ' η δ'λειά έχ' πουλύ τελεσιέ!
τέρα - τέρα
  • Άκρη άκρη

τερερίμ
  • Με το πάσο του/της, αργοκίνητα

    • -Ούλα τα κάν' μι του τερερίμι τ'!
τερεφίμ
  • Σιγά-σιγά, με το πάσο του

    • -Τάπι ούλα τερεφίμ!
τεσβίρ'ς (ι)
  • Ψευδομάρτυρας

τεσπίχ (του)

Ετυμολογία: τουρκ. tespıh = κομπολόι

Βλέπε:
τεστές (ι)
  1. Πακέτο από 10-12 σπίρτα δεμένα

    • -Δωμ' ένα τεστέ σπίρτα!
  2. Πλατύ πήλινο κουζινικό σκεύος.

τζ'αρντάκα (η)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Πρόχειρο οίκημα καμωμένο από κλαδιά ή καλάμια

τζ'μπώ
  1. Τσιμπώ

    • -Τζίμπ'σι του ψάρ'= τσίμπησε το ψάρι
  2. μτφ. ωφελώ

    • -Σι τζίμπ'σι γ' αρραβώνας = σε ωφέλησε ο αρραβώνας
Επίσης:
τζ'ουμπάν'ς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Τσομπάνης, βοσκός

    • -Ε βλέπ'ς, έχουμι στου χουριό τζ'ουμπάνινα Γαλλίδα. Τσι όπους φαίνιτι θα ν έρθουν τσι Ιγγλέζις να βάλουν τριφύλλια.
τζ'ουμπάνινις (οι)
  • Είδος γλυκού χόρτου.

τζάκια (τα)
  • Χωρίσματα, διακριτά τετράγωνα ή παραλληλόγραμμα τμήματα του χωραφιού.

    • -Σκάψαμι του χουράφ' τσι του χουρίσαμι σι τζάκια
τζάμντουλαπί (του)

Ετυμολογία: τουρκ. camdolapı

  • Εντοιχισμένο ντουλάπι με τζάμια

τζαμπάλ' (του)
  • Κουδούνι μέτριου μεγέθους

τζαμπούν'ς (ι)
  • Αδύνατος, κοκαλιάρης

τζαμπούνα (η)
  • Αγριόχορτο όμοιο με το σιτάρι

τζάμπουρα (τα)
  • Αυτό που μένει (στέλεχος) μετά το φάγωμα του σταφυλιού

    • -Οι σκούρτσ' φάγασ' τσι ρώγις τσ' αφήκας πα στα κλήματα τα τζάμπουρα.
τζάνιμ (επιφών.)

Ετυμολογία: τουρκ. canim = ψυχή μου

  • Ψυχή μου, καλέ μου, αγαπητέ μου

τζανταρμάς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. Jandarma ή γαλλ. gendarme

  • Χωροφύλακας

τζαντήλα (η)
  • Λεπτό, διαφανές ύφασμα για το σούρωμα του γάλατος (φνίκα)

τζαραμπούνα (η)
  • Χειροποίητο μουσικό όργανο από καλάμι.

τζέγκ'κα (επίρρ.)
  • Αργά τη νύχτα, νυχτιάτικα

    • -Τζέκ'κα είνι, τήλια να παγαίνου!

    • -Ήρθι τζέκ'κα!

    • -Άμα θέλ'ς να βρεις λαγό, α μπας στου κυνήγ' τζέγκ'κα
Επίσης:
τζέγκ'μα (του)
  • Κέντρισμα

τζέικα (επίρρ.) Βλέπε:
τζέντρ' (του)
  • βουκέντρα, κεντρί, ξύλο με καρφί στο τέλος, ή πελεκημένη μύτη, που χρησίμευε ως κεντρί για να «τζιντά» ο ζευγάς τα βόδια και να προχωρούν (βλ και λ. «κατσόν'»)

    • -Μόλις κάτσι πα στου ντουγέν', πήρι του τζέντρ' τσι τσ' ζιπιές στα χέρια. Τζιέκσι του ένα βόδ', τ' δίν' μια κλουτσιά, τουν πέταξε μεσ' τ' αλών'!
τζίβα (η)
  • Η ψύχρα

Επίσης:
τζιγιέρ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. cığer

  • Το συκώτι

    • -Μ' τάφαγις τα τζιγιέρια μ', ε σ' αντέχου άλλου
τζιγιέρ' μουρό (του)
  • μτφ. καλό παιδί

τζιγκρινές (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. kerkenez

  • Κιρκινέζι, αρπακτικό γερακοειδές πουλί στις στέγες των σπιτιών.

τζιζ
  1. Άκλιτη παιδική λ. που αναφέρεται σε κάτι που καίει

  2. Παιδικό παιχνίδι κατά το οποίο, ύστερα από κλήρωση, ένας από την παρέα κλείνει τα μάτια του, βάζει την παλάμη του χεριού του κάτω από τη μασχάλη, έτσι ώστε προς τα έξω να προβάλλεται το εσωτερικό της παλάμης. Στη συνέχεια ένας - ένας από την παρέα, που στέκεται πίσω και δίπλα του, χτυπά με δύναμη την παλάμη του «θύματος» με τη δική του παλάμη και αμέσως ρωτούν το «θύμα» ποιος τον χτύπησε. Αν το θύμα μαντέψει σωστά τότε αλλάζουν οι ρόλοι, αλλιώς το παιχνίδι συνεχίζεται με το ίδιο άτομο να είναι στο ρόλο του «θύματος». Σε κάθε χτύπημα όλα τα παιδιά φωνάζουν «τζιζ» εξού και το όνομα του παιχνιδιού.

Επίσης: