Βρέθηκε το λήμμα
τζιριμές (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. cereme και cerıme = πρόστιμο

  1. Η ζημιά, το πρόστιμο

    • -Γω πληρώνου ξέν' τζιριμέδις!
  2. Ο άχρηστος άνθρωπος, ο αδιαφόριτος