Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. cereme και cerıme = πρόστιμο
Η ζημιά, το πρόστιμο
Ο άχρηστος άνθρωπος, ο αδιαφόριτος