Βρέθηκε το λήμμα
γκιστιρμέ (επίρρ.)

Ετυμολογία: τουρκ. kestirme

  • Παράκαμψη δρόμου για συντόμευση της απόστασης

    • -Παγαίνου γκιστιρμέ = παίρνω σύντομο δρόμο
Σχετικές λέξεις
τζιστιρμέ (επίρρ.)

Ετυμολογία: τουρκ. kestirme = παράκαμψη